Κορυφαιες πωλησεις

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Συνθέτες   Υπάρχουν 42 προϊόντα

Υποκατηγορίες

  • Δυμιώτης, Φάνος

    Δυμιώτης, Φάνος

       Ο συνθέτης και βιολιστής Φάνος Δυμιώτης γεννήθηκε στις 3 Απριλίου του 1965 στην Λευκωσία της Κύπρου, όταν η χώρα διήγε το 5ο έτος της ανεξαρτησίας της, για πρώτη φορά από τον 12 μ.Χ. αιώνα. Ήταν το δεύτερο από τα τρία παιδιά της Στέλλας Δυμιώτου, που είναι φιλόλογος, και του Νίκου (✝1990), ενός εξαιρετικά ταλαντούχου γλύπτη, "που αγαπούσε πολύ την κλασική μουσική και ήταν ακόμη πιο μετριόφρων από τον Φάνο", σύμφωνα με την Στέλλα Δυμιώτου.
       Στο περιβάλλον αυτό, οι σπάνιες πνευματικές και μουσικές ικανότητες του Φάνου αναγνωρίστηκαν εγκαίρως. Στα δημοτικά σχολεία Αγίας Μαρίνας και Χρυσελεούσης της Λευκωσίας, όπου μαθήτευσε διαδοχικά (1970-1976), αρίστευε σε όλα τα μαθήματα και μετείχε σε όλα τα φωνητικά και οργανικά σύνολα. Έπαιζε μαντολίνο, και 10 ετών άρχισε βιολί. Συνέχισε στο Παγκύπριο Γυμνάσιο Κύκκου. Εκεί, τον βοήθησε να εμπλουτίσει τις γνώσεις του και να αναδειχθεί η καθηγήτρια της μουσικής Μάρω Σκορδή, αναγνωρίζοντας την πρόοδό του στο βιολί και την τέχνη των συνθέσεων που είχε ήδη γράψει, μελετώντας από βιβλία "τις ελεύθερες ώρες" του, όπως έγραψε ο ίδιος. Η σύνθεση Marcia Funebre γράφτηκε το 1977 για τον θάνατο του Μακαρίου Γ΄, ενός από τους πιο αγαπημένους ηγέτες διεθνώς, η κηδεία του οποίου ήταν ένα συνταρακτικό παλλαϊκό γεγονός. Είναι το πρώτο από τα έργα του Δυμιώτη που μαρτυρούν το συνεχές ενδιαφέρον του για τους άνισους αγώνες και τα πολιτικά αδιέξοδα της χώρας του, μέρος της οποίας καταλήφθηκε το 1974 από τους Τούρκους.
       Όσο ήταν ακόμη μαθητής γυμνασίου, ο Δυμιώτης συνέθεσε επίσης ένα Κουαρτέτο Εγχόρδων (1979), που επιλέχτηκε και εκτελέστηκε στην Σόφια από επαγγελματικό σύνολο, στις 20 Αυγούστου 1979, σε εκδηλώσεις για το Έτος του Παιδιού. Το κουαρτέτο και η Marcia Funebre εντυπωσίασαν τον Άγγλο απεσταλμένο στην Κύπρο του Διοικητικού Συμβουλίου Εξετάσεων των Βασιλικών Σχολών Μουσικής, Philip R. Pfaff, που μετά από επιμονή της Μάρως Σκορδή, δέχτηκε να εξετάσει τον Φάνο Δυμιώτη στο βιολί και να δει τις συνθέσεις του. Αποτέλεσμα ήταν να τελειώσει ο Δυμιώτης τις γυμνασιακές του σπουδές σ' ένα από τα καλύτερα "μουσικά σχολεία" της Αγγλίας, την Σχολή Μουσικής Chetham του Μάντσεστερ που προετοιμάζει προικισμένα παιδιά για τα ανώτατα εκπαιδευτικά ιδρύματα.
       Στην διάρκεια της μαθητείας του στη Μουσική Σχολή Chetham (1979-1983) συνέθεσε δέκα έργα, ορισμένα από τα οποία είναι έργα ώριμου συνθέτη, όπως το Ντιβερτιμέντο για ορχήστρα δωματίου, και το ορατόριο Ο τελευταίος Απόστολος, εμπνευσμένο και αυτό από τον Μακάριο τον Γ΄, μέρη του οποίου παίχτηκαν στις 19 Ιανουαρίου 1983 στη Λευκωσία. Και στις σπουδές του βιολιού ο Δυμιώτης είχε εξίσου θεαματική πρόοδο. Όπως δε θα έκανε σε όλες τις φάσεις των σπουδών του, ήταν, επίσης, δραστήριος ως οργανωτής και ερμηνευτής μουσικής.
       Στο Μάντσεστερ συνδέθηκε με βαθιά φιλία με τον πιανίστα, μαέστρο και μουσικολόγο Γιώργο Χατζηνίκο (1923-2015). Μέσω αυτού γνώρισε το έργο του Νίκου Σκαλκώτα (με τον οποίο είναι πολύ πιθανόν να ένοιωσε κάποιου βαθμού ταύτιση). Ο Χατζηνίκος τού έδωσε επίσης την ευκαιρία να αναδείξει το ερμηνευτικό ταλέντο του, όταν τον κάλεσε να αντικαταστήσει την τελευταία στιγμή την σολίστα συναυλίας που διηύθυνε, και εντυπωσίασε κοινό και κριτικούς παίζοντας την Ισπανική Συμφωνία του Λαλό.
       Όντας στα 18 του χρόνια ένας εξαιρετικός συνθέτης και βιολιστής, εισήχθη άνετα το 1983 στο Πανεπιστήμιο του Κέιμπριτζ (στο Trinity Hall του πανεπιστημίου), από όπου αποφοίτησε το 1986, έχοντας πάρει την ύψιστη διάκριση (first-class honours) επί δύο συνεχή έτη, "ένα πολύ σπάνιο επίτευγμα", όπως γράφει πιστοποιητικό του πανεπιστημίου. Tο 1986-87 ο Δυμιώτης ακολούθησε μεταπτυχιακές σπουδές (Μaster of Philosophy) στην σύνθεση. Καθηγητές του ήταν ο Robin Holloway και ο Alexander Goehr (γιος του Walter Goehr, μαθητή του Σαίνμπεργκ στο Βερολίνο και συμμαθητή του Νίκου Σκαλκώτα), με τον οποίο ωστόσο ο Δυμιώτης είχε πάρει μαθήματα σύνθεσης από το 1984-85.
       Η τελευταία φάση των σπουδών του Δυμιώτη ήταν το 1987-1993, στο Πανεπιστήμιο Πρίνστον των ΗΠΑ, όπου πήρε διδακτορικό δίπλωμα στη σύνθεση. Χάρις σε μία από τις πολλές υποτροφίες που είχε λάβει, το 1993 ακολούθησε ανώτερα μαθήματα σύνθεσης στην Μουσική Σχολή Άσπεν, με τον διευθυντή της σχολής, τον ελληνικής καταγωγής συνθέτη Γιώργο Τσοντάκη (George Tsontakis). Τους δεσμούς του με την μουσική ζωή της Κύπρου ανανέωσε η συμμετοχή του σε διαγωνισμό σύνθεσης για τα εγκαίνια του Πανεπιστημίου Κύπρου το 1992. Η σύνθεσή του Ακαδημαϊκή Εισαγωγή (κατά την Akademische Festouvertüre του Μπραμς) πήρε το πρώτο βραβείο και παίχτηκε τον Οκτώβριο του 1993 στην Λευκωσία.
       Η επαγγελματική σταδιοδρομία του Δυμιώτη άρχισε με ένα τριετές συμβόλαιο (1995-98) ως Λέκτωρ στο Goucher College της Βαλτιμόρης. Το 1993-95, περιμένοντας την έναρξη του συμβολαίου, ήταν στη Νέα Υόρκη, δραστήριος ως ερμηνευτής και συνθέτης. Θέλοντας όμως να έχει πολύν ελεύθερο χρόνο για την σύνθεση και την εκτέλεση, εγκατέλειψε την ακαδημαϊκή σταδιοδρομία. Από το 1998 ζούσε στο Lutherville, έξω από την Βαλτιμόρη της Μέριλαντ, πολιτείας της πυκνά δομημένης ανατολικής ακτής, που τού παρείχε την δυνατότητα να συνεργάζεται με μουσικά σύνολα πολλών πόλεων. Έτσι, ήταν εξάρχων βιολιστής στην Συμφωνική Ορχήστρα Mid-Atlantic της πόλης Easton (της οποίας ήταν και μόνιμος συνθέτης)· έπαιζε στην Συμφωνική Ορχήστρα της Annapolis, στην Όπερα της Βαλτιμόρης, αλλά και στην Συμφωνική Ορχήστρα της πολιτείας Delaware, στην Ορχήστρα Δωματίου New Horizons, στο Κουαρτέτο Εγχόρδων Mariner, κ.α.
       Το ενδιαφέρον του για την ευρεία και αταξική διάδοση της μουσικής τον ώθησε να συμμετάσχει στο πρόγραμμα "Performing Arts for Everyone" του The Kennedy Center Millenium Stage της Ουάσινγκτον, και να δίνει μαθήματα βιολιού σε δημοτικά σχολεία.
       Έργο που έγραψε την περίοδο αυτή για την Κύπρο είναι ο Ύμνος στην Αφροδίτη, σε στίχους του Ομήρου, που τού ανατέθηκε για τις τελετές ένταξης της Κύπρου στην Ευρωπαϊκή Ένωση το 2004.
       Η Συμφωνική Ορχήστρα Mid-Atlantic παρήγγειλε στον Δυμιώτη μία σύνθεση για να παιχτεί μαζί με την Ιστορία του Στρατιώτη του Στραβίνσκυ, σε συναυλία της 22ας Μαρτίου του 2007. Στην σύνθεση αυτή, που ονόμασε ο Δυμιώτης The Soldier'Blues, "δανείστηκε" από τον Στρατιώτη του Στραβίνσκυ την ενορχήστρωση, και μελωδικά μοτίβα. Από τα Blues πήρε κλίμακες και αρμονίες. Ο Δυμιώτης ήταν παρών σε πρόβες του έργου. Η πρεμιέρα του όμως έγινε με νωπή την τραγική αίσθηση του απρόοπτου κενού, που προξένησε ο ξαφνικός του θάνατος στις 10 Μαρτίου σε αυτοκινητικό δυστύχημα, καθώς επέστρεφε από συναυλία της Ορχήστρας της Delaware στο Wilmington.


    Καίτη Ρωμανού

  • Ζώρας, Λεωνίδας

    Ζώρας, Λεωνίδας

       Ο Λεωνίδας Ζώρας γεννήθηκε στη Σπάρτη το 1905 και πέθανε στην Αθήνα το 1987. Ο πατέρας του Μιχαήλ ήταν από την Τήνο, δικηγόρος το επάγγελμα αλλά και θεατρικός συγγραφέας, ενώ η μητέρα του Άννα Μηλιάρη ήταν από τη Σμύρνη, με καταγωγή από την Κέρκυρα.
       Ο θάνατος του πατέρα όταν ο συνθέτης ήταν μόλις δύο χρονών υποχρέωσε τη μητέρα του να εγκατασταθεί στην Αθήνα και τον Λεωνίδα να εργαστεί ήδη από την πρώιμη εφηβεία του.
       Το 1919 ξεκινά τις μουσικές του σπουδές στο βιολί στο Ωδείο Αθηνών με τον Μάριο Λομπιάνκο. Παρακολουθεί επίσης μαθήματα τραγουδιού με την Αργυρή Γκίνη και θεωρητικών με τον Μανώλη Καλομοίρη στο Εθνικό Ωδείο, ενώ την ίδια περίοδο παίρνει μαθήματα διεύθυνσης ορχήστρας από τους Αιμίλιο Ριάδη, Διονύσιο Λαυράγκα, Δημήτρη Μητρόπουλο και Iβάν Μπούτνικοφ.
       Η περίοδος 1921–1925 είναι μια περίοδος αμφιταλάντευσης ανάμεσα στη συγγραφή και τη σύνθεση. Με το φιλολογικό ψευδώνυμο «Λίδας Ντόρας» δημοσιεύει πρωτόλειά του σε διάφορα περιοδικά, ενώ με τον ίδιο τρόπο υπογράφει και ορισμένα από τα πρώτα μουσικά του έργα. Αν και θα τον κερδίσει ξεκάθαρα η μουσική στο μέλλον, οι λογοτεχνικές του ικανότητες θα διοχετευτούν στη μετάφραση λιμπρέτων και η αγάπη του για την ποίηση θα τον οδηγήσει στη δημιουργία κύκλων τραγουδιών, που κατέχουν ξεχωριστή θέση στο έργο του.
       Το 1927 πραγματοποιείται η πρώτη δημόσια εκτέλεση έργων του (τραγούδια και οργανική μουσική), ενώ το 1928 αναλαμβάνει τη διδασκαλία και διεύθυνση της μικτής Χορωδίας του Εθνικού Ωδείου. Ταυτόχρονα, λόγω της αποτυχημένης εμφάνισής του στο ρόλο του Γιαννάκη στην όπερα Το δαχτυλίδι της μάνας του Μανώλη Καλομοίρη, εγκαταλείπει οριστικά το τραγούδι και αφοσιώνεται στη διεύθυνση και τη σύνθεση.
       Το 1931 πρωτοεκτελούνται έργα του για ορχήστρα, ο Ελληνικός χορός και το Νυχτιάτικο τραγούδι για σόλο βιολοντσέλο και μικρή ορχήστρα, ενώ την επόμενη χρονιά συνθέτει τη σκηνική μουσική για το βραβευμένο παιδικό θεατρικό έργο του Κωστή Βελμύρα Το παραμύθι της Βιολαντώς. Το 1932 παντρεύεται την Κρινώ Καλομοίρη με την οποία έζησαν μαζί έως το 1939.
       Το 1933 πραγματοποιεί ένα εξαιρετικό ντεμπούτο ως μαέστρος στο Δαχτυλίδι της μάνας, αναλαμβάνοντας έκτοτε τη διεύθυνση παραστάσεων του βραχύβιου Εθνικού Μελοδραματικού Ομίλου του Καλομοίρη σε Αθήνα, Θεσσαλονίκη και Αίγυπτο (Η μάρτυς του Σπύρου Σαμάρα, Το στοιχειωμένο γεφύρι του Θεόφραστου Σακελλαρίδη κ.ά.).
       Το 1936 εκδίδονται από τον Μουσικό Εκδοτικό Οίκο Γαϊτάνου η σουίτα για πιάνο Τα παιδιάστικα και η συλλογή Σκίτσα για φωνή και πιάνο.
       Το 1938, έχοντας ολοκληρώσει στο Εθνικό Ωδείο τις σπουδές φούγκας, ενορχήστρωσης και διεύθυνσης με τον Καλομοίρη, εξασφαλίζει υποτροφία για την Ανώτατη Σχολή Μουσικής του Βερολίνου. Εκεί σπουδάζει διεύθυνση χορωδίας, συμφωνικής ορχήστρας και όπερας με τους Βάλτερ Γκμάιντλ και Φριτς Στάιν, και σύνθεση με τους Χέρμαν Γκράμπνερ, Πάουλ Χέφερ και Μπορίς Μπλάχερ. Ταυτόχρονα παρακολουθεί τις δοκιμές των τριών θεάτρων όπερας του Βερολίνου καθώς και της Φιλαρμονικής υπό τους Furtwängler και Böhm και διευθύνει συμφωνικές συναυλίες με ελληνικά έργα στο Ραδιοφωνικό Σταθμό του Βερολίνου (μεταξύ των οποίων και την πρώτη εκτέλεση του συμφωνικού ποιήματός του Θρύλος), αλλά και δύο έργα στη Λαϊκή Όπερα (Tο δαχτυλίδι της μάνας, Μαντάμα Μπατερφλάι). Ολοκληρώνοντας τις σπουδές του επιστρέφει στην Ελλάδα και διορίζεται αρχιμουσικός στη Λυρική Σκηνή λίγο πριν από το ξέσπασμα του Β΄ Παγκοσμίου πολέμου. Το 1941 παντρεύεται τη χορεύτρια και μετέπειτα χορογράφο της Λυρικής Τατιάνα Βαρούτη και εκλέγεται μέλος του ΔΣ της Ένωσης Ελλήνων Μουσουργών.
       Ως αρχιμουσικός ο Ζώρας ανέλαβε παγκόσμιες και ελληνικές πρώτες εκτελέσεις πολλών έργων: Στον Κάμπο του Ευγένιου Ντ΄ Αλμπέρ με τη Μαρία Κάλλας, Φιντέλιο του Μπετόβεν,Ο βοσκός και η νεράιδα του Δημήτριου Λεβίδη, Ο Ιπτάμενος Ολλανδός στην πρώτη παράσταση Βάγκνερ με Έλληνες ερμηνευτές, το συμφωνικό ποίημα Μηνάς ο Ρέμπελος, κουρσάρος στο Αιγαίο και το μουσικό παραμύθι Ανατολή του Καλομοίρη καθώς και τη μονόπρακτη όπερα Το απόγεμα της Αγάπης του Μάριου Βάρβογλη. Το όνομά του συνδέεται με αυτά μεγάλων λυρικών τραγουδιστών (Μαρία Κάλλας, Ελένη Νικολαΐδου, Κώστας Πασχάλης, Νίκος Μοσχονάς). Παράλληλα διευθύνει την ΚΟΑ και την ορχήστρα του Ραδιοφωνικού Σταθμού Αθηνών, μεταφράζει λιμπρέτα και διδάσκει Ανώτερα Θεωρητικά στο Εθνικό Ωδείο.
       Αφοσιωμένος για χρόνια στη διεύθυνση, ολοκληρώνει μόλις το 1947 δύο νέα συμφωνικά έργα, τη σουίτα Στους αγρούς και τη Συμφωνία αρ. 1. Το 1948 συνθέτει δύο κύκλους τραγουδιών, τις Τρεις μικρές μελωδίες και Τα νοσταλγικά ενώ το 1950 κάνουν την εμφάνισή τους η Σονάτα για πιάνο και βιολί, το Κοντσερτίνο για βιολί και 11 ξύλινα πνευστά και τα Ακαριαία, κύκλος τραγουδιών πάνω σε χαϊκού του Γιώργου Σεφέρη. Στις αρχές της δεκαετίας του 1950, με όχημα τη φωνητική μουσική, ο Ζώρας πραγματοποιεί αισθητική στροφή από τη σφαίρα επιρροής της εθνικής σχολής, στην οποία ανήκουν τα έργα της πρώτης συνθετικής περιόδου, σε ένα πιο προσωπικό ιδίωμα, ελεύθερα ατονικό: με εξαίρεση τη Σονάτα για πιάνο (1956), τα πιο σημαντικά έργα της περιόδου είναι οι κύκλοι τραγουδιών για φωνή και πιάνο Η Προσφορά σε ποίηση Γ. Θ. Βαφόπουλου (1952), Η ψυχή μας αύριο κάνει πανιά σε στίχους Σεφέρη (1956), Νηπενθή και Σάτιρες σε ποίηση Κώστα Καρυωτάκη (1959) και τα Πέντε τραγούδια για γυναικεία χορωδία α καπέλα από τα «Δώρα της Αγάπης» του Γιώργου Καραπάνου (1957). Παράλληλα, το 1957 πραγματοποιεί με εξαιρετική επιτυχία περιοδεία στη Γερμανία, διευθύνοντας στην Κρατική Όπερα της Δρέσδης, στη Γερμανική Όπερα του Βερολίνου, στην Όπερα της Λειψίας και την Ορχήστρα Γκεβάντχαους.
       Το 1958, διαφωνεί με τη διοίκηση του Λυρικής και μετεγκαθίσταται στο Βερολίνο. Εκεί αναπτύσσει αξιόλογη ερμηνευτική δράση (στο ραδιοσταθμό RIAS, την Όπερα του Ντόρτμουντ κ.ά.) και ταυτόχρονα αφοσιώνεται στη σύνθεση, ολοκληρώνοντας τον κύκλο τραγουδιών Δεκατέσσερα ποιήματα του Κωνσταντίνου Καβάφη (1960), τα Τραγούδια της μικρής Ελένης σε ποίηση Μαρίνας Κρασσά – Ζώρα (1961), γυναίκας του από το 1953, και τη Σονατίνα για τσέμπαλο ή πιάνο (1961).
       Το 1968 επιστρέφει στην Ελλάδα για να αναλάβει τη διεύθυνση του Εθνικού Ωδείου Αθηνών και παντρεύεται τη Μπριγκίτε Κόσσοβ (1972). Έκτοτε και μέχρι το τέλος της ζωής του η συνθετική του δραστηριότητά περιορίζεται σημαντικά: γράφει ένα μικρό έργο για τούμπα, λίγα χορωδιακά τραγούδια και την ενορχήστρωση της σουίτας Τα παιδιάστικα. Διευθύνει περιστασιακά την ΕΛΣ, την ΚΟΑ, την ΚΟΘ και συχνότερα τη Συμφωνική Ορχήστρα της ΕΡΤ. Διατελεί πρόεδρος του Συνδέσμου Ελλήνων Συνθετών, μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου της Ραδιοφωνίας, της κριτικής επιτροπής του διαγωνισμού Γκραν Πρι Μαρία Κάλλας, του Γνωμοδοτικού Συμβουλίου του Φεστιβάλ Αθηνών και της Καλλιτεχνικής Επιτροπής της ΕΛΣ.

     

    Σοφία Κοντώση

  • Καλαφάτης, Βασίλης

    Καλαφάτης, Βασίλης (1869‒1942)

       Ο Βασίλης Καλαφάτης, γόνος ελληνικής οικογένειας εμπόρων, γεννήθηκε στην Ευπατορία της Κριμαίας το 1869. Αν και πολύ γνωστός στους ρωσόφωνους μουσικολόγους, παραμένει σχεδόν άγνωστος στον υπόλοιπο κόσμο. Και όμως, ο Βασίλης Καλαφάτης δεν ήταν μόνο μαθητής του Rimsky-Korsakov, αλλά ήταν και ο ίδιος δάσκαλος σύνθεσης στο Ωδείο της Αγίας Πετρούπολης, από το 1901 έως το 1929 (από το 1912 ως Καθηγητής Σύνθεσης), με τους Boris Asafyev, Heino Eller, Khristofor Kushnaryov, Vladimir Shcherbachyov, Igor Stravinsky, Anoushavan Ter-Gevondyan και Maria Yudina να συγκαταλέγονται μεταξύ των μαθητών του. Ήταν μέλος του Κύκλου του Belyayev, τα έργα του εκδίδονταν από τον οίκο Edition M. P. Belaieff (με έδρα τη Λειψία), ήταν μεταξύ αυτών που είχαν λάβει το Βραβείο Glinka, που είχε θεσπίσει ο Belyayev το 1884 και συνοδευόταν από το χρηματικό έπαθλο των 3000 ρουβλίων, και είχε επίσης τιμηθεί με το Βραβείο Belyayev. To 1928 του απονεμήθηκε το δεύτερο βραβείο στον Διεθνή Διαγωνισμό Schubert για το συμφωνικό του ποίημα Légende [Θρύλος], το οποίο συνέθεσε ειδικά για την περίπτωση.
       Ο Καλαφάτης εξέδωσε επίσης το λεξικό Sputnik muzykanta [Το εγχειρίδιο του μουσικού, Αγία Πετρούπολη, 1911], και μετέγραψε για πιάνο – τέσσερα χέρια τη Δεύτερη Συμφωνία του Scriabin και διάφορα έργα του Lyadov. Η Συμφωνία του σε λα ελάσσονα (1899) παιζόταν συχνά στα Ρωσικά Συμφωνικά Κοντσέρτα και ο ίδιος παρακολουθούσε τακτικά τις περίφημες ‘Βραδιές Παρασκευής’ του Belyayev. Το τελευταίο έργο του, Zvezdy Kremlya [Τα αστέρια του Κρεμλίνου], συνετέθη το 1941 και παρουσιάστηκε ξανά το έτος 2010, μαζί με αρκετά άλλα έργα του, στο 19ο Διεθνές Φεστιβάλ των Τεχνών στην Αγία Πετρούπολη, τιτλοφορούμενο ‘Πόλεμος και Ειρήνη’. Ο Καλαφάτης πέθανε από λιμό, κατά τη διάρκεια της πολιορκίας του Λένινγκραντ, το 1942.

    Λουίζα Τσουγκαράκη

  • Καλογερόπουλος, Τάκης

    Καλογερόπουλος, Τάκης 

       Ο συνθέτης, μουσικολόγος και συγγραφέας Τάκης Καλογερόπουλος (1946-2009) συνέδεσε τη ζωή του με την ατέρμονη προσφορά του στην ελληνική έντεχνη μουσική, τόσο ως δημιουργός όσο και ως ερευνητής, συγγραφέας, επιμελητής ή και μεταφραστής μεγάλων ερευνητικών μουσικολογικών έργων και άλλων ανάλογων αφιερωμάτων, όπως εκείνα για την Κρατική Ορχήστρα Αθηνών  [Μνήμη Δ. Μητρόπουλου (1990), Η ΚΟΑ στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών (1991), Η ΚΟΑ στο Φεστιβάλ Αθηνών 1991 και το πολυτελές λεύκωμα Κρατική Ορχήστρα Αθηνών. Προϊστορία και Ιστορία, για τα 60 χρόνια της Ορχήστρας (2004)], καθώς και η ελληνική έκδοση του Μουσικού Λεξικού της Οξφόρδης, του M. Kennedy (εκδόσεις Γιαλλελή, 1993) όπου προσέθεσε πολλές διευκρινίσεις και ειδικές σημειώσεις, κάνοντάς το τρίτομο, ενώ σε όλον τον κόσμο κυκλοφορεί ως επίτομο.  Στο διάστημα 1994-2002 συνέγραψε το επτάτομο Λεξικό της Ελληνικής Μουσικής, από τον Ορφέα έως σήμερα (εκδόσεις Γιαλλελή), όπου στις περίπου 4.000 σελίδες του, όπως ο ίδιος μας πληροφορεί στον πρόλογό του, παραχώρησε φιλόξενο χώρο σε όλους τους ανθρώπους της ελληνικής Μουσικής (ή τους δηλώσαντες κάτι παρόμοιο), χωρίς ποιοτικές διαβαθμίσεις, προτιμήσεις και αποκλεισμούς. Και εμείς συμπληρώνουμε, δίχως καμιά κρατική επιχορήγηση και με ελάχιστους αφιλοκερδείς συνεργάτες.Όλα του τα κείμενα δε, ξεπερνούν τα 750!

       Ο Τάκης (Παναγιώτης) Καλογερόπουλος γεννήθηκε στην Αθήνα (6.7.1946) και εξέπνευσε στο Ρίο (31.10.2009) μετά από σοβαρό τροχαίο δυστύχημα. Κατάγεται από ιστορικές οικογένειες της Ζακύνθου και της Κρήτης.
       Από μικρός μελέτησε μουσική με τη μητέρα του —μαθήτρια του ζεύγους Καλομοίρη—(πιάνο), και τους Κωνσταντίνο Κυδωνιάτη (ανώτερα θεωρητικά και ενορχήστρωση), Γεώργιο Σκλάβο (ενοργάνωση) και Ευάγγελο Ευαγγελίου (τρομπέττα) στο Ωδείο Αθηνών. Έλαβε επίσης ιδιαίτερα μαθήματα βιολιού, πιάνου και βυζαντινής μουσικής.
       Το Δεκέμβριο του 1970 συνασπίζοντας σημαντικούς νέους μουσικούς ίδρυσε και διηύθυνε τη Συμφωνική Ορχήστρα Νέων «Παναρμόνια», που εξελίχθηκε υπό την προεδρία του σε μαχητική Καλλιτεχνική Οργάνωση Νέων και με την οποία ερμήνευσε αρκετά ελληνικά και μη έργα σε πρώτη πανελλήνια εκτέλεση. Το φθινόπωρο του 1972 ο Καλογερόπουλος παραιτήθηκε και εγκαταστάθηκε στη Βιέννη, όπου μελέτησε ιδιωτικά, μεταξύ άλλων και με τον Έγκον Βέλες. Επέστρεψε οριστικά στην Αθήνα το 1978, ασχολούμενος έκτοτε με τη σύνθεση, την έρευνα και τη συγγραφή.
       Στις συνθέσεις του ανήκουν τρία συμφωνικά ποιήματα: Τρύφων και Χρυσόφρυδη (από τον Γρυπάρη, για συμφωνική ορχήστρα, 1971, 1976), Ολόκληρη νύχτα (από τον Άρη Αλεξάνδρου, σόλο όμποε και συμφωνική ορχήστρα, 1972, 2004) και Το Βόλλεϋμπωλ (10 κορνίστες και 10 εκτελεστές κρουστών, 1986· 2008, για 16 εκτελεστές χαλκίνων και κρουστά), πολλά έργα μουσικής δωματίου και διάφορα για σύνολα πνευστών ή συμφωνική ορχήστρα. Ανάμεσά τους τα: Σκαραβαίοι, τερακότες και φαροφύλακες (Κύκλος τραγουδιών από τον Γρυπάρη, με πιάνο ή συμφωνική ορχήστρα, 1974-1976), Τέσσερις Ελληνικοί Χοροί (10 πνευστά, 1979-80), Ντεμπυσσιάνα (8 πνευστά, 1981), Χριστουγεννιάτικη Φαντασία (10 εκτελεστές πνευστών που παίζουν και κρουστά, 1982) και Κρητική Σονατίνα (όμποε-πιάνο, 1982-83). Ακόμη η Αποστροφή (ή Soap Opus, από τον Καρυωτάκη, τούμπα-όμποε-πιάνο, 1986) και πολλές μεταγραφές για πνευστά (συνεργάστηκε ως ενορχηστρωτής με το Συγκρότημα “Νικόλαος Μάντζαρος”), καθώς και επεξεργασία-προσαρμογή Δώδεκα Ελληνικών Χορών του Σκαλκώτα (για ορχήστρα πνευστών, 1985-89). Στην εφηβεία του δε, συνέθεσε την όπερα Ο Μάγος με την οποία πρωτοπαρουσιάστηκε στον Κυδωνιάτη γύρω στα δεκαέξι του χρόνια, ώστε να τον παρακαλέσει να τον δεχθεί ως μαθητή του.
       Έργα του Καλογερόπουλου έχουν παιχτεί σε Ελλάδα, Αυστρία, Ελβετία, Ιταλία, Γερμανία, πρώην Σοβιετική Ένωση, Καναδά, ενώ έχουν δισκογραφηθεί (LP-CD) από την Εταιρεία “Motivo”.
       Διετέλεσε μέλος της Ένωσης Ελλήνων Μουσουργών και βασικός συνεργάτης του περιοδικού της Αντίφωνο, αντιπρόεδρος (εκλεγμένος από τους μουσικούς) της Καλλιτεχνικής Επιτροπής της Κρατικής Ορχήστρας Αθηνών (1990-1994) και επίτιμο μέλος του Συλλόγου Μουσικών της ίδιας ορχήστρας.
       Έχει τιμηθεί από τα Πανεπιστήμια Μιλάνου και Γένοβας (1993) για μουσικολογικές του μελέτες σε έργα ιταλικής μουσικής του 19ου αιώνα.
       Η μουσική του Καλογερόπουλου, βαθιά επηρεασμένη από εκείνη του δασκάλου του Κωνσταντίνου Κυδωνιάτη, διακατέχεται από μια σατιρική εν μέρει διάθεση και είναι ως επί το πλείστον προγραμματική. Ο συνθέτης είναι βαθύς γνώστης όλων των δυνατοτήτων των πνευστών και κρουστών κυρίως οργάνων, γεγονός ολοφάνερο σε ολόκληρη την εργογραφία του. Συχνά δανείζεται γνωστά μοτίβα της παγκόσμιας μουσικής φιλολογίας τα οποία ευφυώς επεξεργάζεται δίνοντας έτσι έναν ιλαρότερο τόνο. Άλλως δε, πρόκειται για  μελωδίες από διάφορες γωνιές της πατρίδας μας.
       Ο Τάκης Καλογερόπουλος ήταν παντρεμένος με τη διαπρεπή «ναΐφ» ζωγράφο και πρώην πρωταγωνίστρια της Κρατικής Όπερας της Βιέννης Σοφία Καλογεροπούλου το γένος Μαζαράκη, με την οποία απέκτησε δύο κόρες, τη Διώνη και τη Δάφνη.
     

    Δρ Χρήστος Ηλ. Κολοβός
    Διευθυντής Ορχήστρας – Ερευνητής – Βιολονίστας

  • Καλομοίρης, Μανώλης

    Καλομοίρης, Μανώλης (1883–1962)

       Ο Μανώλης Καλομοίρης υπήρξε συνθέτης, μουσικοκριτικός και παιδαγωγός. Πρωτεργάτης και σημαντικότερος εκπρόσωπος της Ελληνικής Εθνικής Μουσικής Σχολής, κυριάρχησε στη μουσική ζωή της Ελλάδας από τα μέσα της δεκαετίας του 1910 και για όλο το πρώτο ήμισυ του 20ού αιώνα, πρωτοστατώντας ταυτόχρονα στη δημιουργία μουσικών θεσμών και σωματείων και κατέχοντας διοικητικές θέσεις.
       Μοναχοπαίδι του Ιωάννη Καλομοίρη, γιατρού από τη Σάμο, και της Μαρίας Χαμουδοπούλου από τη Σμύρνη, γεννήθηκε στη Σμύρνη στις 14 Δεκεμβρίου 1883. Σε ηλικία τεσσάρων ετών έχασε τον πατέρα του και την ανατροφή του ανέλαβε ο αδελφός της μητέρας του, Μηνάς Χαμουδόπουλος. Μεγάλωσε μέσα σε ένα ευκατάστατο, διανοούμενο αστικό περιβάλλον, αλλά και κοντά στην ελληνική παράδοση, που ως βιωματικός παράγοντας έμελλε να παίξει καθοριστικό ρόλο αργότερα στη συνθετική του παραγωγή. Η Σοφία Σπανούδη, σημαντικότερη δασκάλα του στο πιάνο, τον μύησε και στην ποίηση του Κωστή Παλαμά, που έμελλε να σταθεί αργότερα για τον Καλομοίρη βασική πηγή έμπνευσης.
       Το 1901 ξεκίνησε σπουδές πιάνου και θεωρητικών στη Σχολή Μουσικής και Εφαρμοσμένων Τεχνών της Εταιρείας Φίλων της Μουσικής της Βιέννης, με καθηγητές τους Bίλχελμ Ράουχ, Άουγκουστ Στουρμ (πιάνο), Xέρμαν Γκραίντενερ (θεωρητικά και σύνθεση) και τον φημισμένο μουσικολόγο Eυσέβιο Μαντυτσέβσκι (ιστορία της μουσικής, οργανογνωσία). Στο συντηρητικό περιβάλλον της Βιέννης διαμόρφωσε στέρεες θεωρητικές βάσεις σύμφωνα με τη γερμανο-αυστριακή παράδοση, ήρθε σε επαφή με το έργο των μεγάλων κλασικών και ρομαντικών δημιουργών και εντυπωσιάστηκε από τον Βάγκνερ και από εκπροσώπους εθνικών σχολών. Εκεί συνέθεσε τα πρώτα του έργα. Κάποια από αυτά θα τα χαρακτήριζε αργότερα ως «μικρά προανακρούσματα» της δημιουργικής του πορείας. Εδώ, γαλλικές και γερμανικές ρομαντικές επιρροές συνδυάζονται με ένα «τοπικό Ελληνοανατολίτικο χρώμα», όπως χαρακτηριστικά το περιγράφει ο ίδιος.
       Αποφοιτώντας με δίπλωμα πιάνου τον Ιούλιο του 1906, παντρεύτηκε τη συμφοιτήτριά του Χαρίκλεια Παπαμόσχου και μετακόμισαν στο Χάρκοβο (τότε Ρωσία, σήμερα Ουκρανία), όπου εργάστηκε ως δάσκαλος πιάνου στη Μουσική Σχολή του Λυκείου Θηλέων Ομπολένσκι. Ερχόμενος σε άμεση επαφή με έργα της ρωσικής εθνικής σχολής και το εκπαιδευτικό σύστημα της χώρας, αποκρυστάλλωσε την ιδεολογική και συνθετική του αισθητική, την οποία εξέφρασε μέσω άρθρων στο δημοτικιστικό περιοδικό Νουμάς, υποστηρίζοντας ένα ελληνοκεντρικό σύστημα μουσικής γραφής και παιδείας. Στο Χάρκοβο συνέθεσε τραγούδια για φωνή και πιάνο σε ποίηση δημοτικιστών (Παλαμά, Μαλακάση, Πάλλη) αλλά και του ιδίου, σκηνική μουσική για το θεατρικό έργο του Γρηγορίου Ξενόπουλου Στέλλα Βιολάντη (1909) και το πρώτο του συμφωνικό έργο, Ρωμέικη σουίτα (1907). Αν και πρώιμο έργο, εμφανίζει ήδη πολλά στοιχεία που έμελλε να χαρακτηρίσουν και αργότερα μεγάλο μέρος της μουσικής του γραφής: προγραμματικός – εξωμουσικός χαρακτήρας των οργανικών συνθέσεων, έμπνευση από την ελληνική παράδοση, ποίηση και λογοτεχνία, χρήση χαρακτηριστικών ελληνικών ρυθμών και τρόπων, αντιστικτική γραφή και συνεχής επεξεργασία μοτιβικού υλικού, χρήση τριημητονίου και βηματικής —συχνά χρωματικής— κίνησης σε συνοδευτικά σχήματα εν είδει γκλισάντι, κυκλική μορφή.
       Στις 11 Ιουνίου 1908 έδωσε στο Ωδείο Αθηνών συναυλία αποκλειστικά με έργα του· ημερομηνία-ορόσημο για την παρουσία του ως συνθέτη αλλά και ως εκφραστή μιας ελληνικής εθνικής μουσικής, καθώς το γραμμένο στη δημοτική συνοδευτικό κείμενο, όπου εκφράζει τις θέσεις του, λειτουργεί ως μανιφέστο, σηματοδοτώντας την έναρξή της.
       Το φθινόπωρο του 1910 εγκαταστάθηκε μόνιμα στην Αθήνα. Τον Δεκέμβριο διηύθυνε την πρώτη συμφωνική συναυλία με έργα του στο Ωδείο Αθηνών, στο οποίο από τις αρχές του 1911 ανέλαβε τη θέση εφόρου θεωρητικών, καθηγητή πιάνου, αρμονίας, αντίστιξης, σύνθεσης, και επίσης, για μικρό χρονικό διάστημα, και δασκάλου ιστορίας της μουσικής. Το 1918 διορίστηκε Γενικός Επιθεωρητής Στρατιωτικών Μουσικών (1918-1920, 1922-1937).
       Με το ανέβασμα της πρώτης του όπερας Ο Πρωτομάστορας το 1916, βασισμένη στη φερώνυμη τραγωδία του Καζαντζάκη, καταξιώθηκε ως συνθέτης και κύριος εκφραστής μιας εθνικής μουσικής ανανέωσης, καθώς το έργο αυτό, όπως και πολλά άλλα που συνέθεσε μέχρι το 1922 [Μαγιοβότανα (1914) κύκλος τραγουδιών, Το δαχτυλίδι της Μάνας (1917) μουσικόδραμα, Η συμφωνία της Λεβεντιάς (1920)], απηχεί το πνεύμα του μεγαλοϊδεατισμού και της εθνικής ευφορίας που επικρατεί την περίοδο πριν από τη Μικρασιατική Καταστροφή.
       Από τις αρχές της δεκαετίας του ’20 παρατηρείται επίσης εμφάνιση ιμπρεσσιονιστικών στοιχείων σε έργα όπως Ο Πραματευτής, Πρώτη ραψωδία για πιάνο, Τρίο και Κουαρτέτο σαν φαντασία, ο κύκλος τραγουδιών Σ’ αγαπώ σε ποίηση Παλαμά και η Συμφωνία αρ. 2 «των ανίδεων και των καλών ανθρώπων», με χρήση της χορωδίας εν είδει φωνωδίας.
       Η περίοδος μετά από τα τραγικά γεγονότα του 1922 ακολουθήθηκε την επόμενη χρονιά από προσωπική τραγωδία, όταν σκοτώθηκε ο δεκαεξάχρονος γιος του Γιαννάκης. Το 1926 απεχώρησε από το Ελληνικό Ωδείο, το οποίο είχε ιδρύσει το 1919, και ίδρυσε το Εθνικό Ωδείο, το οποίο διηύθυνε έως το 1948, οπότε ανέλαβε πρόεδρος του Διοικητικού Συμβουλίου μέχρι τον θάνατό του. Στο πλαίσιο της μουσικοπαιδαγωγικής του δράσης, συνέθεσε κατά καιρούς έργα για πιάνο, πολλά χορωδιακά και επίσης συνέγραψε μια σειρά θεωρητικών εγχειριδίων και σολφέζ. Μέχρι το 1930 παρήγαγε πολύ λίγα έργα, ξεκίνησε όμως συστηματικότερες προσπάθειες για εκτέλεση έργων του στο εξωτερικό.
       Η Συμφωνία αρ. 2 (1931) σηματοδοτεί το νέο του συνθετικό ξεκίνημα που θα συνεχιστεί αδιάκοπα μέχρι τον θάνατό του. Κυριότερα έργα της δεκαετίας του ’30 είναι το Συμφωνικό κοντσέρτο για πιάνο και ορχήστρα (1935), τα Τραγούδια και Στ’ Όσιου Λουκά το μοναστήρι (1937) σε ποίηση Άγγελου Σικελιανού, το Τρίπτυχο για ορχήστρα (1937) και τα Πρελούδια για πιάνο (1939). Τη δεκαετία του ’40 συνέθεσε μεταξύ άλλων τα συμφωνικά ποιήματα Μηνάς ο Ρέμπελος (1940) και Ο θάνατος της Αντρειωμένης (1943), το μουσικό παραμύθι Ανατολή (1945), τη Σονάτα για βιολί και πιάνο (1948) και κύκλους τραγουδιών, πολλούς σε ποίηση Παλαμά, καθώς και δύο ιδιαίτερα εσωτερικούς και αυτοβιογραφικούς κύκλους σε ποίηση του συμβολιστή Κωνσταντίνου Χατζόπουλου. Μέσα στη δίνη του πολέμου, ξεκίνησε να συγγράφει/συνθέτει παράλληλα τα φιλολογικά (Η ζωή μου και η τέχνη μου) και τα μουσικά του απομνημονεύματα (Από τη ζωή και τους καημούς του Καπετάν Λύρα). Σημαντικότερο γεγονός και ταυτόχρονα αποκορύφωμα της διεθνούς καριέρας του αποτέλεσε το ανέβασμα του Δαχτυλιδιού της Μάνας στην Φόλκσοπερ του Βερολίνου (πρεμιέρα 2 Φεβρουαρίου 1940). Το 1945 εξελέγη τακτικό μέλος της Ακαδημίας Αθηνών, στην έδρα της Μουσικής που δημιουργήθηκε γι’ αυτόν. Τη δεκαετία του ’50 ολοκλήρωσε την όπερά του Τα ξωτικά νερά (1950), βασισμένη στο δραματικό ποίημα The Shadowy Waters του W.B. Yeats, και το Κοντσερτάκι για βιολί και ορχήστρα. Στη Συμφωνία αρ. 3 «Παλαμική» (1955) και το κύκνειο άσμα του, τον μουσικό θρύλο Κωνσταντίνος ο Παλαιολόγος (1961), βασισμένο στη ομότιτλη τραγωδία του Καζαντζάκη, η μουσική γλώσσα του συνθέτη φθάνει στα όρια της ατονικότητας, χωρίς ποτέ να τα ξεπεράσει.
       Ο Καλομοίρης απεβίωσε στις 3 Απριλίου 1962 και κηδεύτηκε δημοσία δαπάνη στο Α΄ Νεκροταφείο Αθηνών. Για την προσφορά του στη μουσική και για το συνθετικό του έργο έλαβε διεθνώς πολλές τιμητικές διακρίσεις. Μερίμνησε για την υστεροφημία του διατηρώντας ένα πλούσιο αρχείο που περιλαμβάνει τα χειρόγραφά του, αποκόμματα Τύπου σχετικά με το έργο του, αλληλογραφία, ομιλίες και άλλα τεκμήρια, τα οποία από το 1980 διαχειρίζεται ο Σύλλογος «Μανώλης Καλομοίρης», ο οποίος ιδρύθηκε με στόχο τη μελέτη, διάδοση και αξιοποίηση του έργου τού συνθέτη.

     

    Μυρτώ Οικονομίδου
    Μουσικολόγος
    Υπεύθυνη Αρχείου Συλλόγου «Μανώλης Καλομοίρης»

  • Καρρέρ, Παύλος

    Καρρέρ[ης], Παύλος

    (γέννηση: Ζάκυνθος, 12 Μαΐου 1829, θάνατος: Ζάκυνθος, 7 Ιουνίου 1896).

       Έλληνας συνθέτης. Υπήρξε ηγετική μορφή της επτανησιακής μουσικής και δημιουργός εθνικής όπερας και φωνητικής μουσικής βασισμένης σε ελληνικά θέματα, ελληνόγλωσσα λιμπρέτα και στίχους, καθώς και μελωδίες εμπνευσμένες από τη δημοτική και την αστικολαϊκή παράδοση της νεώτερης Ελλάδας.

       Ήταν απόγονος αριστοκρατικής οικογένειας της Ζακύνθου, που καταπιανόταν με εμπορικές επιχειρήσεις. Σπούδασε μουσική στη γενέτειρά του με τους Ιταλούς διδασκάλους Giuseppe Cricca, Francesco Marangoni και πιθανώς στην Κέρκυρα με τον Νικόλαο Χαλικιόπουλο Μάντζαρο. Διαθέτοντας φυσικό μουσικό χάρισμα, αλλά και εναρμονισμένος με το πολιτιστικό κλίμα των Ιονίων Νήσων της εποχής, στο οποίο κυριαρχούσε η ιταλική όπερα και η ευρωπαϊκή κουλτούρα, συνέθεσε τα πρώτα του μικρά μουσικά έργα περί τα τέλη της δεκαετίας του 1840, όπως τη μελοδραματική σκηνή Il pellegrino di Castiglia [Ο προσκυνητής της Καστίλλης], η οποία προσέλκυσε το ενδιαφέρον του κοινού, όταν παρουσιάστηκε στο Δημοτικό Θέατρο «Απόλλων» της Ζακύνθου. Οι πρώτες του επιτυχίες τον ενθάρρυναν να εγκατασταθεί στο Μιλάνο, την οπερατική πρωτεύουσα της Ευρώπης, προκειμένου να λάβει ειδικότερες σπουδές.

       Το 1850, στην καρδιά του Ιταλικού Risorgimento, ο Παύλος Καρρέρ μετακόμισε στο υπό αυστριακή κατοχή Μιλάνο. Εκεί παρακολούθησε ιδιαίτερα μαθήματα μουσικής με τους Raimondo Boucheron, Pietro Tassistro και Giuseppe Winter. Εντός του έτους παρουσίασε σε συναυλία στο θέατρο «Carcano» τα πρώτα ορχηστρικά του έργα και συνέθεσε την παρτιτούρα για το μπαλέτο του Tomaso Casati Bianca di Belmonteπου ανέβηκε στο «Teatro della Canobbiana». Υπό την προστασία του Francesco Lucca, του παντοδύναμου Ιταλού μουσικοεκδότη, ο Καρρέρ έκανε το ντεμπούτο του ως συνθέτης όπερας τον Αύγουστο του 1852 στο «Carcano», με το έργο Dante e Bice [Δάντης και Βεατρίκη], όπερα σε τρία μέρη βασισμένη σε λιμπρέτο του Serafino Torelli. Το έργο, το οποίο φαίνεται ότι προκάλεσε την αυστριακή αστυνομία με τις πολιτικές του αιχμές, αναφέρεται στον Ιταλό εθνικό ποιητή Δάντη Αλιγκέρι, τον ανεκπλήρωτο έρωτά του για τη Βεατρίκη Πορτινάρι, την πολιτική του δράση και τη συγγραφή της Θείας Κωμωδίας.

       Την επόμενη χρονιά ο Καρρέρ συνεργάστηκε με τον χορογράφο Andrea Palladino για το κωμικό μπαλέτο Cadetil barbiere [Καντέτ ο μπαρμπέρης], το οποίο ανέβηκε στην «Canobbiana» χωρίς σημαντική απήχηση (Ιούνιος 1853). Ωστόσο, η χρονιά αυτή επεφύλαξε μία μεγάλη επιτυχία για τον νεαρό συνθέτη: η τρίπρακτη όπερα Isabella dAspeno παρουσιάστηκε στο θέατρο «San Giacomo» της Κέρκυρας (Φεβρουάριος 1854), για να ακολουθήσει μία θριαμβευτική δέσμη παραστάσεων στο μιλανέζικο «Carcano» (Απρίλιος 1854 και Μάρτιος 1856). Το έργο, πάνω σε λιμπρέτο αγνώστου ποιητή, υπογράφοντος με τα αρχικά R.G.S., κατέχει ιδιαίτερη θέση στην ιταλική οπερατική δημιουργία του mezzo ottocento, καθώς φαίνεται ότι αποτελεί ένα από τα πρότυπα της πασίγνωστης όπερας του Verdi, Un ballo in maschera.

       Η επιτυχία του Καρρέρ στις μιλανέζικες σκηνές συμπληρώνεται με το ανέβασμα της grand opéra LaRediviva [Η Νεκραναστημένη], σε τρεις πράξεις και λιμπρέτο του Giuseppe Sapio. H όπερα έτυχε θερμότατης υποδοχής όταν ανέβηκε ως υπερπαραγωγή στο «Carcano» (Ιανουάριος 1856), επιτυχία η οποία συνεχίστηκε στο Teatro Comunale του Como (Ιανουάριος 1857), καθώς και στο κερκυραϊκό «San Giacomo» (Δεκέμβριος 1857). Καθ’ όλο το διάστημα της παραμονής του στην Ιταλία ο Καρρέρ επίσης συνέθεσε μουσική σαλονιού και ειδικότερα οπερατικές μεταγραφές για πιάνο και φλάουτο, χορούς και ασκήσεις solfège.

       Εμφορούμενος από το όραμα να δημιουργήσει εθνική μουσική και να καταστεί ο πρώτος εθνικός συνθέτης της Ελλάδας, ο Καρρέρ επαναπατρίστηκε το 1857 και εγκαταστάθηκε στη Ζάκυνθο. Εκεί συνεργάστηκε ως αρχιμουσικός και ως ιμπρεσάριος με τα τοπικά θέατρα, δίδαξε μουσική και παντρεύτηκε την υψίφωνο και πρωταγωνίστρια των έργων του, Ισαβέλλα Ιατρά. Την ίδια εποχή συνέθεσε την πρώτη του εθνικού περιεχομένου όπερα, τον τετράπρακτο Μάρκο Βότζαρη (1858-1860), καθώς και πολυάριθμα άσματα σε ελληνικούς στίχους, ανάμεσα στα οποία το πασίγνωστο κλέφτικο «Ο Γερο-Δήμος», ένα δημοτικοφανές τραγούδι που ενσωματώθηκε στην παραπάνω όπερα. Ο Μάρκος Βότζαρης μετά από πολλές περιπέτειες, λόγω του επαναστατικού του περιεχομένου, έκανε πρεμιέρα στην Πάτρα τον Απρίλιο του 1861 και θεωρείται το πιο γνωστό έργο του Καρρέρ και η δημοφιλέστερη ελληνική όπερα του 19ου και των αρχών του 20ού αιώνα που γνώρισε πάνω από 45 σκηνικές διδασκαλίες. Το έργο, αρχικά συντεθειμένο σε ένα ιταλικό λιμπρέτο του Giovanni Caccialupi, σταδιακά μεταφράστηκε και καθιερώθηκε στα ελληνικά, προκαλώντας συχνά λαϊκό ενθουσιασμό στις πλατείες των θεάτρων όπου παρουσιάστηκε.

       Στην ίδια περίπου γραμμή, αλλά πιο προχωρημένες συνθετικά είναι και οι άλλες δύο εθνικές του όπερες, η ατμοσφαιρική οριεντάλ Κυρά Φροσύνη (λιμπρέτο από τον Ελισαβέτιο Μαρτινέγκο, βασισμένο στο ομότιτλο εκτενές ποίημα του Αριστοτέλη Βαλαωρίτη), που παρουσιάστηκε στον ζακυνθινό «Απόλλωνα» τον Νοέμβριο 1868 και η ηρωικού ύφους Δέσπω (λιμπρέτο από τον συλλέκτη δημοτικών τραγουδιών και πολυσχιδή λόγιο Αντώνιο Μανούσο), που ανέβηκε στον «Απόλλωνα» των Πατρών, τον Δεκέμβριο 1882. Τόσο η πρώτη, ένα ώριμο έργο με έντονο το couleur locale και τα στοιχεία του αισθησιασμού και της ψυχογραφίας, όσο και η δεύτερη, ένα έργο με αισθητή εθνική σφραγίδα, πυκνό σε δημοτικά μελίσματα και μελωδικά μοτίβα, έχουν αποτυπωθεί σε δίσκους ακτίνας και είναι προσιτές στο κοινό.

       Παράλληλα με τα εθνικά του μελοδράματα, ο Καρρέρσυνέχισε να συνθέτει ιταλικού ύφους όπερες, όπως η μυθιστορηματικής πλοκής Fior di Maria [Μαριάνθη] (σε λιμπρέτο Giovanni Caccialupi, πρεμιέρα στο «San Giacomo» της Κέρκυρας, Ιανουάριος 1868), στην οποία ανιχνεύονται ρεαλιστικά και προβεριστικά στοιχεία. Αποφασιστικότερα βήματα προς τον σκηνικό και τον μουσικό ρεαλισμό πραγματοποίησε με τη σύνθεση της Maria Antonietta (λιμπρέτο του Γεωργίου Ρώμα, πρεμιέρα στο θέατρο «Φώσκολος» της Ζακύνθου, Ιανουάριος 1884).

       Ιδιαίτερη θέση στην οπερατική του δημιουργία κατέχει η τελευταία του όπερα Μαραθών-Σαλαμίς, ένα φιλόδοξο έργο σε τέσσερα μέρη (σύνθεση του 1887), που συνδυάζει τον όψιμο νεοκλασικισμό με τον πρώιμο μουσικό ιμπρεσιονισμό και μία βαγκνερική τάση για ενότητα, το οποίο δεν παρουσιάστηκε στην εποχή του, αλλά… 115 χρόνια μετά. Τέλος, ο Καρρέρ κατέλειπε δύο ημιτελή έργα, την εθνικού ύφους τρίπρακτη όπερα Lambros il brulottiere [Λάμπρος ο Μπουρλοτιέρης] (περίπου 1886) και την ηθογραφική οπερέττα Ο Κόντες Σπουργίτης (1886-1887). Μαρτυρείται επίσης ένας ακόμη τίτλος όπερας χαμένης και αγνώστων λοιπών στοιχείων, ο Don Pigna.

       Ο Παύλος Καρρέρ υπήρξε ένας από τους δημοφιλέστερους και πλέον πολυπαιγμένους συνθέτες στην Ελλάδα του 19ου αιώνα, ενώ ανέπτυξε σημαντική σταδιοδρομία στην Ιταλία. Παρακολουθούσε από απόσταση αναπνοής τις εξελίξεις στο πεδίο της ευρωπαϊκής όπερας, αφουγκραζόταν την καλλιτεχνική νεωτερικότητα και ανανέωνε διαρκώς τη συνθετική του πρακτική. Στο συνθετικό του ύφος εντοπίζονται ιταλικές επιδράσεις, κυρίως από τον Verdi της μεσαίας περιόδου και το όψιμο bel canto. Ωστόσο, το μουσικό του ιδίωμα διακρίνεται για το ιδιαίτερο προσωπικό του στίγμα, καθώς και για την προσπάθειά του να προσδώσει εθνικό χρωματισμό στις δημιουργίες του. Διαδραμάτισε ηγετικό ρόλο στη χαρακτηριστικότερη εξέλιξη στο πεδίο της έντεχνης νεοελληνικής μουσικής που συντελέστηκε στα Επτάνησα των μέσων του 19ου αιώνα και αφορά στην πρώτη συστηματική προσπάθεια δημιουργίας αυθύπαρκτης εθνικής όπερας.

    Αύρα Ξεπαπαδάκου
    Λέκτωρ Πανεπιστημίου Κρήτης

  • Κουμεντάκης, Γιώργος

    Κουμεντάκης, Γιώργος

       Ο Καλλιτεχνικός Διευθυντής της Εθνικής Λυρικής Σκηνής Γιώργος Κουμεντάκης γεννήθηκε στο Ρέθυμνο το 1959 και ανήκει στους πιο προικισμένους και πολυδιάστατους Έλληνες συνθέτες. Εκτός από τα πολυάριθμα έργα συμφωνικής μουσικής και μουσικής δωματίου, μεγάλο κομμάτι της καλλιτεχνικής του πορείας έχει αφιερωθεί στη σύνθεση μουσικής για τις παραστατικές τέχνες (θέατρο, κινηματογράφο, χορό, όπερα, installations).

       Έχει συνθέσει και παρουσιάσει τέσσερις όπερες, με κορυφαία τη δίπρακτη όπερα Η φόνισσα (2014, σε ποιητικό κείμενο Γιάννη Σβώλου, βασισμένο στο ομώνυμο ‘κοινωνικόν μυθιστόρημα’ του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη), η οποία γράφτηκε κατόπιν παραγγελίας από την Εθνική Λυρική Σκηνή και συνδυάζει την ελληνική μουσική παράδοση με τη σύγχρονη ευρωπαϊκή ταυτότητα του είδους.

       Οι σημαντικές διακρίσεις του ξεκινούν από το 1985, όταν ο György Ligeti τον επιλέγει και του αναθέτει τη σύνθεση του έργου Σύμμολπα 5, ενώ λίγους μήνες αργότερα συμμετέχει στη Biennale της Βενετίας. Το 1987, συνεργάζεται για πρώτη φορά με το περίφημο γαλλικό συγκρότημα σύγχρονης μουσικής ‘Ensemble InterContemporain’ και αρχίζει μία ανοδική πορεία διεθνούς αναγνώρισης που οδηγεί, το 1992, στην τιμητική υποτροφία Prix de Rome, η οποία συνοδεύεται από έναν χρόνο παραμονής και δημιουργίας στη Γαλλική Ακαδημία της Ρώμης (Villa Medici).

       Την ίδια χρονιά, ξεκινά τη μακρά συνεργασία του με τον χορογράφο-σκηνοθέτη Δημήτρη Παπαϊωάννου και την ‘Ομάδα Εδάφους’, η οποία κορυφώνεται το 2004, με τις τελετές έναρξης και λήξης των Ολυμπιακών Αγώνων της Αθήνας, όπου διετέλεσε μουσικός διευθυντής, συνθέτης και δημιουργός του μουσικού σεναρίου.

       Συνεργάστηκε με σπουδαίους καλλιτέχνες του θεάτρου, της όπερας, του χορού, όπως, μεταξύ άλλων, ο Κάρολος Κουν, ο Στέφανος Λαζαρίδης, ο Γιάννης Χουβαρδάς, η Ρούλα Πατεράκη και η Ραλλού Μάνου.

       Έχει διατελέσει καλλιτεχνικός διευθυντής του μουσικού συνόλου ‘Νίκος Σκαλκώτας’, του ‘Kyklos Ensemble’, του Αναγεννησιακού Φεστιβάλ Ρεθύμνου, καθώς και υπεύθυνος καλλιτεχνικού προγραμματισμού στο Ίδρυμα Τηνιακού Πολιτισμού.

       Έργα του έχουν παρουσιαστεί σε όλον τον κόσμο, σε σημαντικές αίθουσες συναυλιών και λυρικά θέατρα, όπως, μεταξύ άλλων: Salle Olivier Messiaen, Théâtre de l’Archevêché, Teatro La Fenice, Alte Oper, Benesse Museum (Ναόσιμα), Concertgebouw (Άμστερνταμ), Purcell Room, Wigmore Hall, Carnegie Hall, Αίθουσα Συναυλιών της Απαγορευμένης Πόλης (Πεκίνο), Muziekgebouw aan't IJ (Άμστερνταμ), Auditorio Nacional de Música (Μαδρίτη), Clarice Smith Performing Arts Center (Μέριλαντ), Piccolo Teatro (Μιλάνο), Guarnerius Art Centre (Βελιγράδι).

       Από το 2015 έως τον Φεβρουάριο του 2017, εργάστηκε ως υπεύθυνος καλλιτεχνικού προγραμματισμού της Εναλλακτικής Σκηνής της Εθνικής Λυρικής Σκηνής, όπου σχεδίασε καινοτόμα προγράμματα και παραγωγές πάνω σε καλλιτεχνικούς, εκπαιδευτικούς και κοινωνικούς άξονες.

  • Κυριακού, Ρένα

    Κυριακού, Ρένα

       Η Ρένα Κυριακού γεννήθηκε στις 25 Φεβρουαρίου 1917 στο Ηράκλειο της Κρήτης. Υπήρξε παιδί-θαύμα, διεθνώς αναγνωρισμένη πιανίστα, συνθέτρια και παιδαγωγός. Μέλος της Ε.Ε.Μ.

       Κόρη του γνωστού αρχιτέκτονα Δημήτριου Κυριακού και της Κάκιας Αρχανιωτάκη, η μικρή Ρένα μεγάλωσε σε ένα κατάλληλο πνευματικά περιβάλλον που αντιλήφθηκε εγκαίρως τη σπουδαιότητα του ταλέντου της και φρόντισε για την άμεση διαφύλαξη και εξέλιξή του. Στις 31 Δεκεμβρίου 1923, σε ηλικία έξι ετών, εμφανίζεται για πρώτη φορά στο κοινό στον «Παρνασσό», όπου ερμηνεύει αποκλειστικά δικές της συνθέσεις (από τα Δεκαπέντε παιδικά κομμάτια) και προκαλεί κύμα θετικών σχολίων του εγχώριου μουσικού κόσμου, όπως των Γεωργίου Λαμπελέτ, Μάριου Βάρβογλη, Γεωργίου Σκλάβου, Διονυσίου Λαυράγκα, Θεόδωρου Συναδινού, Μανώλη Σκουλούδη, Ιβάν Μπούτνικωφ, Φρανκ Σουαζύ κ.ά. Τα πρώιμα αυτά έργα της διατηρούν έναν προγραμματικό χαρακτήρα με έντονο ρομαντικό ιδίωμα.

       Η οικογένεια Κυριακού μεταβαίνει στο Παρίσι προκειμένου να ζητήσει την έμπειρη γνώμη ειδικών νευροπαθολόγων και μουσικών. Ο Charles Richet και οι συνθέτες της νεότερης γαλλικής σχολής Albert Roussel, Gabriel Pierné, Jean Déré και Vincent d’Indy αποφαίνονται για τη μικρή Ρένα ότι πρόκειται για μια ερμηνευτική και συνθετική ιδιοφυΐα. Στο Βερολίνο, η Κυριακού παίζει υπό τη μορφή ακροάσεων, παίρνοντας πάλι επαινετικά σχόλια, στους Franz Schreker, George Szell και Max Von Schillings.

       Ολοκληρώνει τη θεωρία και την αρμονία με τους Richard Stöhr (Μόναχο και Βιέννη) και Dr. Paul Weingarten (Βιέννη). Παίρνει τα πρώτα μαθήματα πιάνου με την Hilda Müller-Pernitza, τον Άγγελο Κεσίσογλου και τον Paul Wittgenstein. Στο Παρίσι οι Isidor Philipp, Gabriel Pierné και Nadia Boulanger αναλαμβάνουν την προετοιμασία της για τις εισαγωγικές εξετάσεις στο CNSMDP.

       Τον Σεπτέμβριο του 1930, η Κυριακού, ανάμεσα σε 124 υποψήφιους, κατατάσσεται στους πέντε πρώτους και εισέρχεται στο CNSMDP, στην τάξη πιάνου του Isidor Philipp και στην τάξη αρμονίας του Jean Gallon. Το 1931 τα έργα της Kloster, έργο 1/Α.Κ.Σ.Ρ.Κ. 35, και Burlesque αρ. 1, έργο 1/Α.Κ.Σ.Ρ.Κ. 36, παρουσιάζονται στο πλαίσιο των συναυλιών της Société Nationale de Musique de Paris (όπου πρώτη φορά μετέχει Ελληνίδα συνθέτρια) λαμβάνοντας εξαιρετικές κριτικές.

       To 1933 οι καθηγητές της στη σύνθεση Henri Büsser και JeanGallon την προτείνουν για το Prix de Rome του 1934, βεβαιώνοντας για την επιτυχία της. Η Έλενα Βενιζέλου (που χρηματοδοτεί τις σπουδές της) δεν της επιτρέπει να λάβει μέρος στο διαγωνισμό.

       Το 1932 η Κυριακού παίρνει το Deuxième Prix de Piano ερμηνεύοντας τη Σονάτα σε Σι ύφεση ελάσσονα του Fryderyk Chopin, ενώ το 1933 αποφοιτά από το CNSMDP και κερδίζει το Premier Prix de Piano ερμηνεύοντας τις Συμφωνικές Παραλλαγές, op. 13 του Robert Schumann και ένα ατονικό έργο του Florent Schmitt.

       Το Premier Prix ανοίγει το δρόμο σε ιστορικές αίθουσες της Ευρώπης και της Αμερικής, όπου η Κυριακού συστήνει τον εαυτό της και ως συνθέτρια, τοποθετώντας τα έργα της είτε ανάμεσα σε αυτά των Chopin και Liszt, είτε ως encore στο τέλος μιας συναυλίας. Υπογράφει συμβόλαιο για παγκόσμια περιοδεία με το Office Théâtral Européen. Σε διεθνές επίπεδο, παίρνει διθυραμβικές κριτικές τόσο για τις αξεπέραστες ποιοτικά ερμηνείες της όσο και για την πρωτότυπη σύλληψη των συνθέσεών της. Οι μουσικοκριτικοί την κατατάσσουν στα πρώτα ονόματα του παγκόσμιου μουσικού στερεώματος.

       Η Κυριακού επιλέγει σταδιακά να αφοσιωθεί στη δισκογραφία που απαιτεί πολύ από τον χρόνο της. Αφιερώνεται µε πάθος στις ηχογραφήσεις, αφού θεωρεί ότι µε αυτές θα παραµείνει στη συνείδηση του ακροατηρίου.

       Έπειτα από συνεννόηση με τον Isidor Philipp προσανατολίζεται προς την έρευνα και ανάδειξη του πιανιστικού έργου παραγκωνισμένων (μέχρι τότε) συνθετών, όπως των Felix Mendelssohn, Emmanuel Chabrier και Isaac Albéniz, των οποίων εκδίδει τα άπαντα σε συνεργασία με τη Vox. Με την ίδια εταιρεία ηχογραφεί και έργα των Antonio Soler, John Field, Jan Dusík, Enrique Granados, Fryderyk Chopin, Gabriel Fauré κ.ά.

       Διαθέτει εκπληκτική μνήμη αφού σε όλες τις εμφανίσεις της παίζει χωρίς τη χρήση παρτιτούρας, προκαλώντας την έκπληξη όλων των διάσημων διευθυντών ορχήστρας με τους οποίους συνεργάζεται, όπως οι: Hans Swarowsky, Carl August Bünte, Robert Wagner, Edmond Appia, Hubert Reichert, Mathieu Lange, Karl Rucht, Christian Vöchting, Václav Smetáček, Rudolf Kempe, Maurice Le Roux, Armin Jordan, Rudolf Moralt, Toni Louis Alexandre Aubin, Henri Rabaud, Sir Malcolm Sargent, Georg Solti, Jean Meylan, Δημήτρης Μητρόπουλος, Δημήτρης Χωραφάς, Μιλτιάδης Καρύδης, Θεόδωρος Βαβαγιάννης, Ανδρέας Παρίδης κ.ά.

       Επίσης συμπράττει με φημισμένες ορχήστρες, όπως οι παρακάτω: Vienna String Symphony Orchestra, Vienna Pro Musica Orchestra, O.S.R., London Philharmonic Orchestra, Philharmonia Hungarica, Orchestre de la Société des Concerts du Conservatoire de Paris, the Torquay Symphony Orchestra, Συμφωνική Ορχήστρα της Βεστφαλίας, Συμφωνική Ορχήστρα του Innsbruck, Συμφωνική Ορχήστρα του Βερολίνου, Κ.Ο.Α., Κ.Ο.Θ. κ.ά.

       Οι ηχογραφήσεις της στον Chabrier θεωρήθηκαν ανώτερες από αυτές των Arthur Rubinstein, Marcelle Meyer, Pierre Barbizet, Paul Badura-Skoda και Louis Kentner. Η δισκογραφία της στα έργα του Mendelssohn κρίθηκε ποιοτικότερη από τις αντίστοιχες των Guiomar Novaes και Rudolf Serkin, και ισάξια με αυτές των Cortot, Horowitz, Perahia και Thibaudet. Ενώ οι ηχογραφήσεις της στον Haydn χαρακτηρίστηκαν ανώτερες από αυτές του Fritz Neumeyer.

       Η Αγγλική και Γαλλική Κυβέρνηση βραβεύουν τις ερμηνείες της στα άπαντα του Mendelssohn και του Chabrier και της αποδίδονται τα διάσημα του Ιππότη του Tάγματος Γραµµάτων και Τεχνών. Χρίζεται τρίτο επίτιµο µέλος της ∆ιεθνούς Εταιρείας Mendelssohn µετά τον Pablo Casals και τον Alfred Cortot. Ο Αντιβασιλιάς της Γιουγκοσλαβίας της απονέμει το παράσημο του Αγίου Σάββα.

       Το 1943 ερμηνεύει για πρώτη φορά το Κοντσέρτο της για πιάνο και ορχήστρα, έργο 18/Α.Κ.Σ.Ρ.Κ. 74 (που αποτελεί και το πρώτο κοντσέρτο για πιάνο Ελληνίδας συνθέτριας), με τον Θεόδωρο Βαβαγιάννη και την Κ.Ο.Α., στο Παλλάς. Το έργο παρουσιάστηκε ξανά στη Γενεύη το 1954 υπό τη διεύθυνση του Jean Meylan με την O.S.R., και τον Νοέμβριο του 2009 στο Μ.Μ.Α., με τη Δόμνα Ευνουχίδου υπό τον Μίλτο Λογιάδη (Κ.Ο.Α.).

       Η Κυριακού δυσκολεύεται να συστήσει τον εαυτό της ως συνθέτρια στην Ελλάδα λόγω της διαφορετικότητας του ήχου των έργων της αλλά και λόγω του φύλου της. ∆ραστηριοποιείται σε µία περίοδο της ελληνικής µουσικής ζωής όπου η παραγόµενη µουσική έπρεπε να υπακούει στον όρο «εθνική» για να επιβιώσει. Στην περίοδο αυτή τολμά να προτείνει τον προσωπικό της ήχο. Το ελληνικό κοινό δεν είναι προετοιµασµένο για να εκτιµήσει τέτοιου είδους πειραµατισµούς.

       Τα έργα της Tango, Α.Κ.Σ.Ρ.Κ. 28, και Burlesque αρ. 2, έργο 9/Α.Κ.Σ.Ρ.Κ. 54, εκδόθηκαν από τον οίκο Durand στο Παρίσι, ενώ το Perpetuum Mobile, έργο 15/Α.Κ.Σ.Ρ.Κ. 70, από τον οίκο Carl Fischer στη Νέα Υόρκη.

       Από τον Ιούνιο του 1950 συμμετέχει επανειλημμένα ως μέλος της κριτικής επιτροπής σε γνωστούς διαγωνισμούς πιάνου, όπως στον ετήσιο διαγωνισμό του CNSMDP, στο Concours International d’Exécution Musicale de Génève, και στον Διεθνή Διαγωνισμό Πιάνου του Μόντρεαλ.

       Η Ρένα Κυριακού προσβλήθηκε από καρκίνο και άφησε την τελευταία της πνοή τον Αύγουστο του 1994 στο Μοσχάτο.

    Χριστίνα Κλ. Γιαννέλου

    Δρ. Ιστορικής Μουσικολογίας – Σολίστ πιάνου

  • Λογοθέτης, Ανέστης

    Λογοθέτης, Ανέστης

        Ο συνθέτης Ανέστης Λογοθέτης (1921-1994) έζησε και διέπρεψε στην μεταπολεμική Βιέννη δρώντας και δημιουργώντας μέσα στο καλλιτεχνικό ρεύμα του Αξιονισμού. Επηρέασε τους κύκλους των βιεννέζων καλλιτεχνών πειραματιζόμενος επί των νέων ηχητικών μέσων, προβλέποντας την λεγόμενη “ακουσματική” προσέγγιση του ήχου, έννοια που χρησιμοποιήθηκε 10 χρόνια αργότερα. Επιπλέον, περιλαμβάνεται στους πρωτοπόρους συνθέτες μαζί με τους Morton Feldman, Earle Brown, Sylvano Bussotti, Roman Haubenstock-Ramati και John Cage, οι οποίοι πρώτοι εισήγαγαν στη δεκαετία του 1950 οπτικά σύμβολα σε μια νέα μουσική σημειογραφία. Συγκεκριμένα ο Λογοθέτης, μέσω του δικού του ιδιαίτερου συστήματος σημειογραφίας, δημιούργησε “πολυμορφική μουσική” –όπως ο ίδιος την χαρακτήριζε–  με γραφικές παρτιτούρες. Ανέπτυξε ένα “πολυμεσικό” σύστημα σημειογραφίας, το οποίο θα πρέπει να γίνεται αντιληπτό ως “κυβερνητική” αλληλεπίδραση των εκάστοτε δεδομένων. Η αντίληψή του για την “κυβερνητική” (όρος που αναφέρεται στον Πλάτωνα και αφορά στην θεωρία της πληροφορίας και των συστημάτων) εκφράζεται μέσω της προβολής των γραφικών του παρτιτουρών στο χώρο καθώς και από την αλληλεπίδραση μεταξύ των εκτελεστών με ελεύθερη εναλλαγή, η οποία βασίζεται στην παρτιτούρα.
       Γεννήθηκε στις 27 Οκτωβρίου του 1921 στον Πύργο της Ανατολικής Ρωμυλίας στην Μαύρη Θάλασσα, σημερινό Burgas της Βουλγαρίας, από Έλληνες γονείς. Λόγω της Συνθήκης Νεϊγύ η οικογένεια μετανάστευσε το 1934 στην Θεσσαλονίκη. Εκεί αποφοίτησε από την Γερμανική Σχολή, ενώ το 1942 εγκατέλειψε την Ελλάδα λόγω του Β' Παγκοσμίου Πολέμου και εγκαταστάθηκε στην Βιέννη, προκειμένου να σπουδάσει. Αρχικά φοίτησε ως μηχανικός στο Πολυτεχνείο της Βιέννης, σύντομα όμως τον κέρδισε η μουσική και άλλαξε κατεύθυνση το 1945, επιλέγοντας την σύνθεση. Σπούδασε στην Ακαδημία Μουσικής της Βιέννης με καθηγητές τους Alfred Uhl και Erwin Ratz (θεωρητικά και σύνθεση), Hermann Schwermann (πιάνο) και Hans Swarowsky (διεύθυνση ορχήστρας), από όπου αποφοίτησε το 1951 με διάκριση. Παρακολούθησε σεμινάρια και ασχολήθηκε επισταμένα με την σύνθεση στην Ρώμη, έχοντας υποτροφία από το Αυστριακό Πολιτιστικό Ινστιτούτο το 1956 και 1958/1959, ενώ έλαβε συνολικά δέκα υποτροφίες κυρίως από την αυστριακή κυβέρνηση. Συμμετείχε επί σειρά ετών (1955, 1957, 1960, 1962-1965) στα διεθνή θερινά σεμινάρια για σύγχρονη μουσική στο Ντάρμσταντ, όπου ήρθε σε επαφή με διάφορους συνθέτες και μουσικολόγους όπως o J. Cage, E. Brown και ο B. Maderna, οι οποίοι επηρέασαν τις απόψεις του για την μουσική και συνεπώς το έργο του. Ήδη από το 1957 είχε ξεκινήσει να πειραματίζεται με τον ήχο στο WDR στούντιο του Gottfried Michael Koenig στην Κολωνία, πειραματισμός που οδήγησε στην παραγωγή του έργου FANTASMATA, την πρώτη ηλεκτροακουστική σύνθεση στην Αυστρία. Ακολουθώντας την προτίμησή του προς τα καινοτόμα μέσα στην μουσική παραγωγή, συνέθεσε το 1981 το έργο WELLENFORMEN με τη χρήση υπολογιστή στο EMS στούντιο στην Στοκχόλμη.
       Συνεργασίες: KATARAKT το 1960 με τον Otto Mühl, MEDITATION το 1961 κατά την δράση „Aktion Perinetgasse“ του Hermann Nietsch, IDENTIFIKATION το 1982 με τον αδερφό του Στάθη στα πλαίσια του φεστιβάλ Europalia στις Βρυξέλλες
       Η συνολική μουσική του παραγωγή χωρίζεται σε δύο περιόδους: την πρώτη, κατά την οποία ο συνθέτης συνέθεσε 65 έργα σε συμβατική σημειογραφία με διάφορους συνδυασμούς οργάνων και ενορχηστρώσεις, και την δεύτερη όπου τα έργα του παρουσιάζονται στη δική του γραφική σημειογραφία, σε ένα σύστημα δηλαδή, πάνω στο οποίο ο συνθέτης εργαζόταν ήδη από το 1950, αλλά συναντάται για πρώτη φορά το 1959 στα προσχέδια του έργου του STRUKTUR-TEXTUR-SPIEGEL-SPIEL. Συνέθεσε έργα για ορχηστρικά σύνολα, ηλεκτρονική και σκηνική μουσική καθώς και πολλές ραδιοφωνικές όπερες (Hörspiele) για τις ραδιοφωνίες NDR, SR, ORF, SWR, WDR. Το 1974 εξέδωσε το μανιφέστο του συστήματός του με τίτλο “Zeichen als Aggregatzustand der Musik” (Εκδόσεις: Jugend und Volk, Βιέννη και επανέκδοση το 1998 στο βιβλίο: Anestis Logothetis Klangbild und Bildklang, Εκδόσεις: Lafite, Βιέννη).
       Ο Λογοθέτης τιμήθηκε με το Βραβείο “Theodor Körner” δύο φορές (1960, 1963), καθώς και με το 1ο Βραβείο (Ex Aequo με τον Ι. Ξενάκη) στο μουσικό διαγωνισμό του Αθηναϊκού Τεχνολογικού Ιδρύματος (Α.Τ.Ι.) του Δοξιάδη το 1962 με χρηματοδότηση από τον Μ. Χατζιδάκι. Επίσης, έλαβε το 1985 αναγνωριστική βράβευση από την πόλη της Βιέννης, το 1986 το Μετάλλιο Τιμής της πόλης της Βιέννης, το 1989 τιμητική βράβευση από το αυστριακό ομοσπονδιακό Υπουργείο Παιδείας, Τέχνης και Αθλητισμού (ανάθεση των έργων DAIDALIA ODER DAS LEBEN EINER THEORIE και την τελευταία μεγάλη του multimedia όπερα AUS WELCHEM MATERIAL IST DER STEIN VON SISYPHOS), καθώς και το Βραβείο “Floriana” το 1993 για την σχέση Λόγου και Μουσικής στο έργο του MANTRATELLURIUM.
       Πολυάριθμες συναυλίες αλλά και εκθέσεις των γραφικών παρτιτουρών του πραγματοποιήθηκαν σε χώρες εντός αλλά και εκτός Ευρώπης, όπως Η.Π.Α., Ιαπωνία, Κορέα και Ινδίες από το 1964 κι έπειτα.
       Στις 6 Ιανουαρίου του 1994 πέθανε από καρκίνο στη Βιέννη.

    Μαρία-Δήμητρα Μπαβελή
    (Συνθέτης, Υπ. Διδάκτωρ Μουσικολογίας του Εθνικού 
    και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών)

  • Μητρόπουλος, Δημήτρης

    Μητρόπουλος, Δημήτρης

       Ο Δημήτρης Μητρόπουλος γεννήθηκε στις 18 Φεβρουαρίου 1896 στην Αθήνα. Έχοντας, αρχικά, λάβει ιδιωτικά μαθήματα πιάνου, γράφτηκε στο Ωδείο Αθηνών το 1910, με κύριους δασκάλους τον βέλγο βιολονίστα, συνθέτη και μαέστρο Armand Marsick (αρμονία, αντίστιξη) και τον γερμανό πιανίστα και παιδαγωγό Ludwig Wassenhoven. Στις 22 Μαρτίου 1913 πραγματοποιεί την πρώτη του εμφάνιση, ως πιανίστας και συνθέτης, σε ιδιωτική συναυλία μουσικής δωματίου μαζί με τον Marsick (παρουσιάζοντας το Unmorceau de concertγια βιολί και πιάνο), ενώ στις 29 Απριλίου 1915 διευθύνει τη Συμφωνική Ορχήστρα του Ωδείου Αθηνών στη σύνθεσή του Ταφή. Το 1919 ολοκληρώνει τις διπλωματικές του εξετάσεις στο πιάνο με “Άριστα Παμψηφεί” και τη διάκριση “Χρυσούν Μετάλλιον Ανδρέα και Ιφιγενείας Συγγρού”. Παράλληλα αποφασίζεται από το Διοικητικό Συμβούλιο του Ωδείου να λάβει υποτροφία για σπουδές στο εξωτερικό.
       Η συνθετική παραγωγή του Μητρόπουλου, μεταξύ 1910-1920, φανερώνει ένα εν γένει κοσμοπολίτικο μουσικό ύφος με στοιχεία όψιμου ρομαντισμού, ιμπρεσιονισμού, νεοτροπικότητας, επιλεκτικού φολκλορισμού και προγραμματικών αναφορών. Η περίοδος αυτή ολοκληρώνεται με δύο έργα μεγάλης κλίμακας: την τρίπρακτη όπερα Αδελφή Βεατρίκη (Sœur Béatriceσε κείμενο του Μ. Maeterlinck, Αθήνα, 13 Μαΐου 1920) και την, γιγαντιαίων διαστάσεων, Ελληνική Σονάτα (Eine griechische Sonate, Βρυξέλλες 15 Οκτωβρίου 1920). Έπειτα από ένα σύντομο διάστημα παραμονής στη βελγική πρωτεύουσα, ο Μητρόπουλος αναζητά νέα πνευματικά και μουσικά ερεθίσματα στο Βερολίνο, όπου αρχικά προσεγγίζει τον κύκλο του Ferrucio Busoni. Η συνθετική σιωπή της περιόδου 1920-24 αντισταθμίζεται από τις πλούσιες εμπειρίες που αποκομίζει, κυρίως υπηρετώντας ως μουσικός προγυμναστής και συνοδός στην Κρατική Όπερα του Βερολίνου, υπό την καθοδήγηση του Erich Kleiber (1922-24).
       Επιστρέφοντας στην Αθήνα το καλοκαίρι του 1924, ο Μητρόπουλος αναλαμβάνει την Συμφωνική Ορχήστρα του Ελληνικού Ωδείου και, από το 1925, τη διεύθυνση της Ορχήστρας του «Συλλόγου Συναυλιών» (σύνολο που προέκυψε από τη συγχώνευση των μαθητικών ορχηστρών του Ωδείου Αθηνών και του Ελληνικού Ωδείου). Από το 1927 ως το 1939 διευθύνει τη Συμφωνική Ορχήστρα του Ωδείου Αθηνών, αναδιαμορφώνοντας πλήρως την αθηναϊκή συμφωνική μουσική ζωή. Παράλληλα, η συνθετική του δημιουργία κινείται προς νέες κατευθύνσεις: με τα έργα PassacagliaIntermezzo e Fuga για πιάνο (1924), 14 Invenzioni για φωνή και πιάνο, επάνω σε ποιήματα του Κ. Π. Καβάφη, και Ostinata in tre parti για βιολί και πιάνο (1926-27), ο Μητρόπουλος πραγματοποιεί την εισαγωγή του μουσικού μοντερνισμού στην Ελλάδα, στo πλαίσιo της ατονικότητας και του δωδεκαφθογγισμού. Η σημασία αυτής της κίνησης, για μια χώρα της ευρωπαϊκής περιφέρειας, είναι τεράστια, αν αναλογιστεί κανείς ότι στην Ιταλία, για παράδειγμα, η εισαγωγή της δωδεκαφωνίας πραγματοποιείται από τον Luigi Dallapiccola, όχι νωρίτερα από το 1935-36. Η πρόσκαιρη υιοθέτηση μιας νεοκλασικότερης ταυτότητας, με πολυρυθμικές, νεοτονικές και έμμεσες φολκλορικές νύξεις, αποκρυσταλλώνεται στο Concerto Grosso του 1928. Υπαγόμενος ουσιαστικά έξω από το πνεύμα και την ιδεολογία της Ελληνικής Εθνικής Σχολής, ήδη από τη δεκαετία του 1910, ο Μητρόπουλος σταδιακά απομονώνεται και από τον κύκλο των συναδέλφων του συνθετών. Το γεγονός αυτό σε συνδυασμό με την αφοσίωσή του στη διεύθυνση ορχήστρας, όπου η δυνατότητα μια διεθνούς καριέρας διαφαίνεται ολοένα και πιο πιθανή, τον ωθούν στο να εγκαταλείψει τη σύνθεση. Τελευταία δείγματα αποτελούν οι μουσικές επενδύσεις για τις τραγωδίες Ηλέκτρα του Σοφοκλή (1936) και Ιππόλυτος του Ευριπίδη (1937).
       Το άλμα του Δημήτρη Μητρόπουλου προς τη διεθνή αναγνώριση έρχεται στις 27 Φεβρουαρίου 1930. Εμφανίζεται με τη Φιλαρμονική Ορχήστρα του Βερολίνου, με την τριπλή ιδιότητα του μαέστρου, πιανίστα (ερμηνεύοντας το 3ο κοντσέρτο για πιάνο και ορχήστρα του S. Prokofiev) και συνθέτη (διευθύνοντας το δικό του Concerto Grosso). Πολύ σύντομα ακολουθεί μια σειρά διεθνών μετακλήσεων σε μεγάλα μουσικά κέντρα του εξωτερικού: Παρίσι, Ρώμη, Μιλάνο, Μόντε Κάρλο, Βαρσοβία, Μόσχα, Λένινγκραντ, Βοστώνη. Από την καλλιτεχνική περίοδο 1937-38 αναλαμβάνει τη Συμφωνική Ορχήστρα της Μινεάπολης, αναβαθμίζοντάς την σε ένα από τα σπουδαιότερα αμερικάνικα ορχηστρικά σύνολα. Τη σεζόν 1940-41 έρχεται η πρώτη εμφάνισή του ως προσκεκλημένου μαέστρου σε 14 συναυλίες της Φιλαρμονικής Ορχήστρας της Νέας Υόρκης, με μεγάλη επιτυχία. Το 1941 διευθύνει για πρώτη φορά τη Συμφωνική Ορχήστρα του Ν.B.C., ύστερα από πρόσκληση του Arturo Toscanini, και το 1942 τη Συμφωνική Ορχήστρα του Σικάγο. Μεταξύ 1944-1948 διατελεί καλλιτεχνικός διευθυντής του μουσικού οργανισμού Robin Hood Dell στη Φιλαδέλφεια. Από τη σεζόν 1949-50 προσλαμβάνεται στη θέση του συνδιευθυντή (μαζί με τον Leopold Stokowski) της Φιλαρμονικής Ορχήστρας της Νέας Υόρκης.
       Το 1950 ο Μητρόπουλος επιστρέφει στην Ευρώπη. Εμφανίζεται στο 13ο Φεστιβάλ “Μουσικός Μάιος της Φλωρεντίας” διευθύνοντας την Ηλέκτρα του R. Strauss. Το 1951 διευθύνει τη Φιλαρμονική της Νέας Υόρκης στο Φεστιβάλ του Εδιμβούργου, ενώ την ίδια χρονιά εκλέγεται και καλλιτεχνικός διευθυντής της. Το 1952 διευθύνει την ιταλική πρεμιέρα του Wozzeck του Alban Berg στο ναό του bel canto, τη Σκάλα του Μιλάνου. Τη σεζόν 1952-53 μειώνει τις εμφανίσεις του αναρρώνοντας από ένα σοβαρό καρδιακό επεισόδιο. Το φθινόπωρο του 1955 η Φιλαρμονική της Νέας Υόρκης περιοδεύει στην Ευρώπη. Στις 1 και 2 Οκτωβρίου ο Μητρόπουλος διευθύνει ξανά στην Ελλάδα, στο Ηρώδειο, ύστερα από απουσία δεκαέξι ετών και μέσα σε κλίμα μεγάλης συγκίνησης.
       Το 1956 οι έκτακτες εμφανίσεις του Μητρόπουλου στην Ευρώπη συνεχίζονται (Teatro alla Scala, Φεστιβάλ του Salzburg, Κολωνία, Κρατική Οπερα της Βιέννης). Από το 1957 η Φιλαρμονική της Νέας Υόρκης επανέρχεται στο σύστημα των συνδιευθυντών, με τους Μητρόπουλο και Leonard Bernstein. Την επόμενη χρονιά ο Μητρόπουλος παραιτείται και συνεχίζει την καριέρα του πλέον ως προσκεκλημένος μαέστρος με συνεχείς μετακλήσεις στις σημαντικότερες ορχήστρες, όπερες και φεστιβάλ σε Ευρώπη και Αμερική. Το 1959 παθαίνει τη δεύτερη καρδιακή προσβολή. Ωστόσο, τον Ιανουάριο του 1960 διευθύνει τις τέσσερις πρώτες συναυλίες του «Φεστιβάλ Mahler» με τη Φιλαρμονική της Νέας Υόρκης, ενώ ακολουθούν παραστάσεις στη Metropolitan Opera, στο Φεστιβάλ Salzburg (με τις Φιλαρμονικές Ορχήστρες Βερολίνου και Βιέννης) και στην Κρατική Οπερα της Βιέννης. Εμφανίζεται για τελευταία φορά μπροστά σε κοινό στις 31 Οκτωβρίου, με τη Συμφωνική Ορχήστρα της Ραδιοφωνίας της Κολωνίας.
       Στις 2 Νοεμβρίου 1960, ο Μητρόπουλος παθαίνει την τρίτη, και μοιραία, καρδιακή προσβολή και πεθαίνει επάνω στο πόντιουμ, στη διάρκεια δοκιμής της 3ης Συμφωνίας του Mahler με την ορχήστρα του θεάτρου της Σκάλας του Μιλάνου. Παρακαταθήκη του, το μικρό σε έκταση, αλλά εξαιρετικά σημαντικό για τη νεοελληνική μουσική, συνθετικό του έργο, οι ηχογραφήσεις του, τα αρχειακά τεκμήρια που σώθηκαν χάρη στην επιμονή της στενής φίλης του Καίτης Κατσογιάννη και, περισσότερο απ΄ όλα, ο ουμανισμός μιας μεγάλης μουσικής προσωπικότητας, πρότυπο και δίδαγμα για τις νεότερες γενιές. 


    Γιώργος Σακαλλιέρος
    Μουσικολόγος
    Επίκουρος καθηγητής Τμήματος Μουσικών Σπουδών Α.Π.Θ.

  • Μπαλτάς, Άλκης

    Μπαλτάς, Άλκης
       Αρχιμουσικός και συνθέτης, ο Άλκης Μπαλτάς γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη στις 30 Νοεμβρίου του 1948, από γονείς μουσικούς. Γιος του Σωτηρίου Μπαλτά από τη Λήμνο και της Γαλάτειας Οικονομίδου από τα Ιωάννινα, έλαβε τα πρώτα μαθήματα βιολιού από τη μητέρα του. Μελέτησε βιολί στο Κρατικό Ωδείο Θεσσαλονίκης με τον Σταύρο Παπαναστασίου, σπουδάζοντας επίσης ανώτερα θεωρητικά και σύνθεση υπό τον Σόλωνα Μιχαηλίδη. Ως βιολιστής, υπήρξε μέλος της Κρατικής Ορχήστρας Θεσσαλονίκης (1969-74) και συμμετείχε με υποτροφίες στην Παγκόσμια Ορχήστρα Νέων· επίσης, συνεργάστηκε, ως βοηθός του Γιάννη Μάντακα, με τη χορωδία του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Το 1974, έλαβε το πτυχίο Νομικής από το ΑΠΘ. Συνέχισε τις μουσικές του σπουδές, με υποτροφία της Εταιρείας Μακεδονικών Σπουδών, στη Hochschule der Künste του Βερολίνου, απ’ όπου, το 1978, πήρε δίπλωμα σύνθεσης (από την τάξη του Max Baumann) και διεύθυνσης ορχήστρας (από την τάξη του Hans-Martin Rabenstein).
       Επιστρέφοντας στην Ελλάδα το 1978, αποδύθηκε σε ένα μακροχρόνιο, σημαντικό και πολύπλευρο εκπαιδευτικό έργο, καταβάλλοντας συγχρόνως προσπάθειες διάδοσης της λόγιας μουσικής σε ευρύτερα κοινωνικά στρώματα. Έχει διατελέσει Καλλιτεχνικός Διευθυντής της Κρατικής Ορχήστρας Θεσσαλονίκης (1983-1992· κατά την περίοδο της θητείας του, μεταξύ των άλλων, ίδρυσε και την Ορχήστρα Νέων της ΚΟΘ). Υπήρξε, επίσης, Καλλιτεχνικός Διευθυντής της Εθνικής Λυρικής Σκηνής (1994-1997), των Μουσικών Συνόλων της ΕΡΤ (1997-1999), της Συμφωνικής Ορχήστρας του Δήμου Κερκυραίων (2004-2008), καθώς και της Συμφωνικής Ορχήστρας Κύπρου (2011-2017). Από το 1992 μέχρι το 2011, δίδαξε στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης τα μαθήματα αρμονίας, ενορχήστρωσης και διεύθυνσης ορχήστρας. Υπήρξε Καλλιτεχνικός Διευθυντής του Σύγχρονου Ωδείου Θεσσαλονίκης και του Ελληνικού Ωδείου Αθηνών. Είναι, επίσης, Καλλιτεχνικός Διευθυντής του ωδείου ‘Μουσικό Κολλέγιο’ στη Θεσσαλονίκη. Από τον Μάιο του 2010, είναι Αρχιμουσικός της Συμφωνικής Ορχήστρας της Φιλαρμονικής Εταιρείας Κερκύρας. Από το 2001 μέχρι τον Νοέμβριο του 2019, είχε την καλλιτεχνική ευθύνη του Φεστιβάλ Πάτμου ‘Η Θεία Αποκάλυψη της Μουσικής’.
       Με πλούσια σταδιοδρομία αρχιμουσικού, έχει διευθύνει όλες τις ελληνικές και πολλές ξένες συμφωνικές ορχήστρες, καθώς και την Όπερα Θεσσαλονίκης και την Εθνική Λυρική Σκηνή, και έχει δώσει πολλές συναυλίες σε χώρες του εξωτερικού (Ιταλία, Γαλλία, Ισπανία, Βέλγιο, Τσεχοσλοβακία, Σουηδία, Αυστρία, Γερμανία, Γιουγκοσλαβία, Βουλγαρία, Ρουμανία, Κύπρο, Σοβιετική Ένωση, Τουρκία, ΗΠΑ, Αργεντινή, Κατάρ, Αυστραλία, Αγγλία, κ.ά.).
       Ο Άλκης Μπαλτάς είναι μέλος της Ένωσης Ελλήνων Μουσουργών. Το συνθετικό του έργο καλύπτει σχεδόν όλα τα είδη της μουσικής: φωνητικά και ορχηστρικά έργα, μουσική δωματίου, συνθέσεις για σόλο όργανα, για φωνή και πιάνο, χορωδιακά, όπερες, σκηνική μουσική κ.ά.
       Η μουσική γραφή του είναι κυρίως τονική, καλλιεργώντας, ως επί το πλείστον, το ιδίωμα του ύστερου ρομαντισμού. Ακολουθώντας και συνεχίζοντας τα πρότυπα της Εθνικής Μουσικής Σχολής, σε πολλά από τα έργα του χρησιμοποιεί στοιχεία της ελληνικής μουσικής παράδοσης, δίνοντας έτσι το στίγμα της προέλευσής του. Χαρακτηριστικά παραδείγματα αποτελούν τα έργα του Κυπριακή Σουίτα, Ελλάδα, Χορωδιακές επεξεργασίες ελληνικών δημοτικών μελωδιών, Λαϊκά Μικροτράγουδα και το μικρασιάτικο τραγούδι Απόψη τα μεσάνυχτα. Σε πολλά έργα του Άλκη Μπαλτά, το ρομαντικό και το εθνικό στοιχείο συνυπάρχουν με το νεοκλασικό ύφος, την ατονική γραφή και πιο μοντέρνα ιδιώματα, δημιουργώντας έτσι οξείες αντιθέσεις, ενώ μερικές φορές η μουσική του έχει έντονο γκροτέσκο και χιουμοριστικό χαρακτήρα. Πολλές φορές, ο συνθέτης κάνει χρήση παλαιότερων τεχνικών (όπως κανόνας, πασσακάλια, φούγκα), παραπέμποντας στην παλαιότερη ευρωπαϊκή μουσική παράδοση, όντας συνεχιστής της.
       Η αγάπη του για τους νέους αντανακλάται σε διάφορες συνθέσεις, είτε γραμμένες για νέους μουσικούς (όπως Μουσική για νέους, Ταξίδι στη Μεσόγειο, Τέσσερα νησιώτικα τραγούδια) είτε προοριζόμενες για νεαρό ακροατήριο (όπως τα έργα Στο εργαστήρι του συνθέτη και Χορωδιακά τραγούδια για παιδιά, καθώς και τα μουσικά παραμύθια Ο ευτυχισμένος πρίγκιπας, Ο εγωιστής γίγαντας, Τι ζητάει ο Ζήνων και Φρικαντέλα, η μάγισσα που μισούσε τα κάλαντα).
       Η εκτενής εργογραφία του περιλαμβάνει όπερες (ΜόμοΣτον Νότιο Πόλο νομίζουν ότι κάνει ζέστη), το μπαλέτο Πανώρια, συμφωνική μουσική (Ντιβερτιμέντο για ορχήστρα, Συμφωνικό Ρέκβιεμ, Συμφωνία σε ένα μέρος κ.ά.), μουσική για έγχορδα (Θρήνος, Σουίτα για έγχορδα, Ρομαντική κίνηση σε έναν παράξενο κόσμο κ.ά.), μουσική δωματίου για διάφορους συνδυασμούς οργάνων, μουσική για σόλο όργανα, καθώς και τραγούδια για χορωδία a cappella, για χορωδία και οργανικό σύνολο, για σόλο φωνή και οργανικό σύνολο, και επίσης τραγούδια με πιάνο. Έχει επεξεργαστεί και διασκευάσει έργα πολλών συνθετών για διάφορα οργανικά σύνολα (Νικολάου Μαντζάρου Ύμνος εις την Ελευθερίαν κ.ά.).
       Έχει συνεργαστεί με το Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδος και το Θεατρικό Εργαστήρι Θεσσαλονίκης. Πολλά έργα του (μουσικής δωματίου, χορωδιακά, για ορχήστρα, όπερα κλπ.) έχουν επανειλημμένως εκτελεστεί, τόσο στην Ελλάδα όσο και στο εξωτερικό. Συνθέσεις του έχουν διακριθεί σε ελληνικούς καθώς και σε διεθνείς διαγωνισμούς (Ιταλία, Ισπανία).
       Έργα του έχουν κυκλοφορήσει σε 14, μέχρι σήμερα, δίσκους ακτίνας: Μικρή Σουίτα για κουιντέτο ξύλινων πνευστών, Μουσικές Στιγμές, Μικρά Τραγούδια του Έρωτα, 6 απλά τραγούδια, Ελληνικοί Διάλογοι, Σουίτα για πιάνο, Τα τραγούδια του κοσμοκαλόγερου, Ντιβερτιμέντο για ορχήστρα, Συμφωνικό Ρέκβιεμ, Σουίτα για έγχορδα, Θρήνος, Ρομαντική κίνηση σε έναν περίεργο κόσμο, Παραλλαγές στο γαλάζιο, Νανούρισμα για τον Αμαντέους, Παραλλαγές Παγκανίνι, Ορφικός Ύμνος στη Νύκτα, Ηχώ στο χάος, Πανώρια (μπαλέτο), Μονόλογος, Ο εγωιστής γίγαντας, Θρησκευτική Χορωδιακή Μουσική, μουσική για το φιλμ ‘Ναζιστικό στρατόπεδο Παύλου Μελά’, Εσωτερικοί Διάλογοι, Προσφορά στη Μάνα, Χορωδιακά τραγούδια για παιδιά, Πρωινό Άστρο, Κυπριακή Σουίτα, Ο γέροντας στην Αγια-Σοφιά, Πνοή ανέμου, The Unknown Island, Greensleeves Dream, Vision, Απόηχοι, Της ξενιτιάς, Απόψη τα μεσάνυχτα.
       Τον Απρίλιο του 2020, του απονεμήθηκε το Διεθνές Μουσικό Βραβείο ‘Clouzine’ για το CD Sacred Choral Works, το οποίο χαρακτηρίστηκε ως ‘Το Καλύτερο Άλμπουμ Σύγχρονης Χορωδιακής Μουσικής’.

    Σύνταξη κειμένου: Ελένη Γρηγορέα – Ιωάννης Τσελίκας

  • Περπέσας, Χαρίλαος

    Περπέσας, Χαρίλαος

    (1907, Λειψία της Γερμανίας – 1995, Σάρον/Μασαχουσέτη των Η.Π.Α.)

       Ο Χαρίλαος Περπέσας (ή Περπέσσας) γεννήθηκε στις 10 Μαΐου 1907 στη Λειψία της Γερμανίας, όπου και έζησε όλα τα παιδικά και νεανικά του χρόνια. Ήταν πρωτότοκος γιος του Κωνσταντίνου Περπέσα και της Αγνής Μουσταφά από τη Σιάτιστα της Δυτικής Μακεδονίας. Ο πατέρας του ήταν επιτυχημένος γουνέμπορος, εγκατεστημένος στη Λειψία. Έτσι, ο Χαρίλαος μεγάλωσε σε ένα πλούσιο, μεγαλοαστικό περιβάλλον και οφείλει στην οικογένειά του τη βαθιά παιδεία του. Φοίτησε στο König-Albert-Gymnasium της Λειψίας, ενώ δάσκαλός του σε ιδιωτικά μαθήματα της ελληνικής γλώσσας υπήρξε ο Σιατιστινός λόγιος Χρίστος Κ. Καπνουκάγιας. 
       Σε ηλικία 20 ετών εγγράφεται στην τάξη σύνθεσης (Meisterschule) του Arnold Schönberg στην Ακαδημία Τεχνών του Βερολίνου, ενώ άγνωστο παραμένει ποιες μουσικές σπουδές προηγήθηκαν. Ο Schönberg θα επισημάνει πολύ αργότερα, το 1947, σε μια συστατική επιστολή για τον Χαρίλαο προς το Juilliard School: «Πρέπει να αποφοίτησε από ένα γερμανικό ωδείο (το οποίο σημαίνει κάτι για μένα!) και δεν θα τον είχα κάνει δεκτό [στην τάξη μου], εάν δεν είχα καταλάβει πως ήταν ταλαντούχος».
       Παρακολούθησε μόνο δύο εξάμηνα στην Ακαδημία Τεχνών, χωρίς να ολοκληρώσει τον τριετή κύκλο σπουδών της Meisterschule, λόγω οικονομικών προβλημάτων που αντιμετώπιζε η οικογένειά του.
       Αν και η σχέση του με τον Schönberg ήταν άριστη, δεν ενστερνίστηκε ποτέ το σύστημα του δωδεκαφθογγισμού, αλλά παρέμεινε πιστός στην παράδοση της ευρωπαϊκής μουσικής, όπως αυτή εξελίχθηκε μέχρι τα τέλη του 19ου και τις αρχές του 20ού αιώνα.
       Στα έργα της πρώτης αυτής περιόδου συγκαταλέγονται κομμάτια για πιάνο και μουσική δωματίου (δεν έχουν σωθεί, είναι μάλλον κατεστραμμένα), αλλά και το συμφωνικό έργο με τίτλο «Διθύραμβοι του Διονύσου για Ορχήστρα και Πιάνο» (σώζεται ολοκληρωμένο). 
       Με την άνοδο του ναζιστικού καθεστώτος το 1933, εγκαταλείπει τη Γερμανία –στην οποία δεν θα επιστρέψει ποτέ πια– και μετά από σύντομη παραμονή στη Ζυρίχη της Ελβετίας, έρχεται στην Αθήνα. Ξεκινάει έτσι η δεύτερη περίοδος της ζωής του και της συνθετικής του πορείας. Τον Δεκέμβριο του 1934 βραβεύεται στο διαγωνισμό Σύνθεσης της Ακαδημίας Αθηνών το «Κομμάτι για ορχήστρα» –ένα συμφωνικό ποίημα σε τρία μέρη, adagio, allegro και finale– που φέρει το ψευδώνυμο «Μηδέν άγαν». Προγραμματικά, το έργο (δυστυχώς, δεν σώζεται) είναι εμπνευσμένο από τις τελευταίες στιγμές ενός ετοιμοθανάτου. 
       Ο Περπέσας έχει μια δημιουργική πορεία στον τομέα της σύνθεσης κατά τη διάρκεια της διαμονής του στην Αθήνα. Το ύφος του ήταν προσανατολισμένο στους συνθέτες του Ρομαντισμού και Μεταρομαντισμού, κυρίως τον Gustav Mahler. Δεν εντάχθηκε ποτέ σε μία εθνική σχολή, στάση που αποτέλεσε αιτία επικρίσεων από τους μουσικολόγους της εποχής.
       Το έργο «Πρελούδιο και Φούγκα για Ορχήστρα», γραμμένο το 1935, παρουσιάστηκε για πρώτη φορά τον Ιανουάριο του 1936 από την Ορχήστρα του Ωδείου Αθηνών υπό τη διεύθυνση του ίδιου του Περπέσα. Στο πρόγραμμα των συναυλιών της Φιλαρμονικής της Νέας Υόρκης του 1948 (4, 5 και 6 Νοεμβρίου), κατά τις οποίες εκτελέστηκε το έργο αυτό υπό τη διεύθυνση του Δ. Μητρόπουλου, διαβάζουμε την αποκαλυπτική ομολογία του συνθέτη: «Ένα από τα πιο σημαντικά πράγματα που διδάχθηκα από τον Schönberg ήταν η αμερόληπτη αυτοανάλυση και αξιολόγηση. Όταν τα έργα μου δεν κατάφερναν να επιβιώσουν είτε από το ένα είτε από το άλλο, απλώς τα κατέστρεφα.»
       Κατά τα έτη 1936-1937 συνθέτει τη «Συμφωνία αρ. 2» με τα μέρη Andante-Presto (κατεστραμμένη ή ενσωματωμένη σε μεταγενέστερες συνθέσεις).
       Στα Δεκεμβριανά του 1944 στην Αθήνα παραβιάζει την απαγόρευση της κυκλοφορίας και συλλαμβάνεται από μια αγγλική περίπολο. Κατά την προσπάθεια του να αποδράσει χάνει το αριστερό του χέρι από βλήμα όλμου.
       Το 1945 παντρεύεται τη μουσικολόγο και τραγουδίστρια Ελένη Μαλαφέκα, προϊσταμένη του τμήματος Μουσικής του Υπουργείου Παιδείας και αποκτούν μια κόρη, την Ελεονώρα (1946-2009), η οποία δίδαξε πιάνο στην Μασαχουσέτη για περισσότερα από 20 χρόνια.
       O Περπέσας άρχισε να συνθέτει το έργο «Συμφωνία του Χριστού» πριν από το 1948, χρονιά κατά την οποία σηματοδοτείται το κλείσιμο της δεύτερης και η αρχή της τρίτης περιόδου της ζωής του, με την αναχώρησή του για την Αμερική. Το έργο ολοκληρώθηκε το 1950 στη Νέα Υόρκη και η πρώτη εκτέλεση πραγματοποιήθηκε στις 26 Οκτωβρίου 1950 από την Ορχήστρα της Φιλαρμονικής-Συμφωνικής Εταιρίας της Νέας Υόρκης στο Carnegie Hall υπό τη διεύθυνση του Δημήτρη Μητρόπουλου. 
       Ο Μητρόπουλος, ο πιο ένθερμος υποστηρικτής της μουσικής του Περπέσα, διακόπτει στα μέσα της δεκαετίας του 1950 κάθε σχέση με τον Χαρίλαο, όταν αυτός αθετεί τη συμφωνία του για τη σύνθεση ενός νέου έργου στα πλαίσια της ανάληψης μιας παραγγελίας με ετήσια υποτροφία, για την οποία μεσολάβησε ο Μητρόπουλος. Αντί της νέας συνθέσεως, ο Περπέσας παρουσίασε τις «Συμφωνικές Παραλλαγές πάνω στην 8η Συμφωνία του Beethoven».
       Στα μετέπειτα χρόνια ενορχηστρώνει την Τέχνη της Φούγκας του J.S. Bach και το Κουαρτέτο Εγχόρδων op. 127 του L. v. Beethoven (“The Infinite Bliss”, Symphonic Interpretation of Beethoven’s op. 127). 
       Το «Πρελούδιο και Φούγκα για Ορχήστρα», το οποίο μετονομάστηκε αργότερα σε «Τραγούδι του Στρατοπέδου Συγκεντρώσεως», περιλαμβάνει σε ιδιόχειρη παρτιτούρα το παρακάτω αλληγορικό μότο (στην αγγλική γλώσσα, άρα γραμμένο στην Αμερική): «Κατήλθα εθελοντικά στον τάφο μου, προκειμένου, αφού περάσω από το Καθαρτήριο, να εορτάσω τη θριαμβευτική Ανάστασή μου.»
       Το τελευταίο έργο του Περπέσα, «Το Άνοιγμα της Έβδομης Σφραγίδας», αποτελείται από δύο μέρη. Το πρώτο, ένα τετραμερές συμφωνικό έργο για σολίστες, χορωδία και ορχήστρα, περιλαμβάνει τους εξής τίτλους: «Τάφος και Ανάσταση», «Το τραγούδι του Βόλγα» (αρχικός τίτλος: «Το τραγούδι των βαρκάρηδων»), «Παγκόσμια Επανάσταση», «Παγκόσμια Αποκατάσταση».
       Στο δεύτερο, ένα βιβλίο-φιλοσοφική πραγματεία του ιδίου, βασισμένο στην Αποκάλυψη του Ιωάννη και σε κείμενα του πρωτοχριστιανού απολογητή Ιππόλυτου, στρέφεται στην εσωτερική φιλοσοφία και τη θεοσοφία, τη μεταφυσική και τον μυστικισμό, την αρχαιοελληνική γραμματεία και μυθολογία, αλλά και τις αρχές της αστροφυσικής και της κοσμολογίας.
       Στη μουσική γραφή του διακρίνονται τόσο τα προσωπικά του στοιχεία στην αρμονία και στη ρυθμολογία, όσο και τα ιδιώματα των ρομαντικών και μεταρομαντικών συνθετών, ξεκινώντας από τον L. v. Beethoven και φτάνοντας μέχρι τον A. Bruckner, τον G. Mahler, τον R. Wagner, τον M. Ravel και τον R. Strauss. Ο ίδιος αυτοπροσδιοριζόταν ως «παραδοσιακός», ως «άνθρωπος της μεγάλης παράδοσης» και αντιλαμβανόταν το προσωπικό του στυλ ως «μια προσπάθεια συνέχισης του έργου του Gustav Mahler». Υπέγραφε ως “HP Aquarius”.
       Έργα που σώζονται (δυστυχώς, μόνο τα τρία πρώτα ολοκληρωμένα): «Διθύραμβοι του Διονύσου για Ορχήστρα και Πιάνο», «Πρελούδιο και Φούγκα για Ορχήστρα», «Συμφωνία του Χριστού», «Συμφωνικές Παραλλαγές πάνω στην 8η Συμφωνία του Beethoven», «Συμφωνική Έκδοση του Κουαρτέτου op. 127 του Beethoven», «Το Άνοιγμα της Έβδομης Σφραγίδας», καθώς και σκίτσα πάνω σε έργα του L. v. Beethoven και του G. Mahler.
       Ο Χαρίλαος Περπέσας απεβίωσε στις 19 Οκτωβρίου 1995 στο Sharon της Μασαχουσέτης των Η.Π.Α. σε ηλικία 88 ετών.
       Χάρις στις ενέργειες της ανεψιάς του συνθέτη, Athina Rosenbaum, μετά από προτροπή του μουσικολόγου Peter Gradenwitz, oι αυθεντικές παρτιτούρες των σωζόμενων αυτών έργων φυλάσσονται στο ίδρυμα Paul Sacher στην Βασιλεία της Ελβετίας, ενώ αντίγραφα των έργων σε μικροφίλμ φιλοξενούνται στη Μεγάλη Μουσική Βιβλιοθήκη της Ελλάδος «Λίλιαν Βουδούρη».

    ΙΩΑΝΝΗΣ ΖΟΡΠΙΔΗΣ

  • Σαμάρας, Σπυρίδων
  • Σισιλιάνος, Γιώργος

    Σισιλιάνος, Γιώργος

       O Γιώργος Σισιλιάνος (1920-2005) είναι ένας από τους σημαντικότερους εκπροσώπους του μουσικού μοντερνισμού στην Ελλάδα. Γεννήθηκε στην Αθήνα, όπου και σπούδασε ανώτερα θεωρητικά με τους Κώστα Σφακιανάκη, Μάριο Βάρβογλη και Γεώργιο Σκλάβο. Aπό το 1951 έως το 1953 φοίτησε στην Ακαδημία Santa Cecilia στη Ρώμη, με καθηγητή τον Ildebrando Pizzetti (Δίπλωμα σύνθεσης, 1953). Κατά τη διάρκεια της παραμονής του στην Ιταλία ήρθε σε επαφή με τη μουσική του Béla Bartók και των συνθετών της Δεύτερης Σχολής της Βιέννης, γεγονός αποφασιστικής σημασίας για τη μετέπειτα πορεία του, αφού τον οδήγησε στην απόφαση να στραφεί στα σύγχρονα μουσικά ρεύματα. Μετά τις σπουδές του στην Ιταλία, πήγε στο Παρίσι, όπου παρακολούθησε ως ακροατής την τάξη σύνθεσης του Tony Aubin στο Conservatoire National (1953-54) και στη συνέχεια στην Αμερική όπου παρακολήθησε τις τάξεις των Walter Piston στο Πανεπιστήμιο του Harvard, Boris Blacher στο Tanglewood και Vincent Persichetti στη Σχολή Juilliard της Νέας Υόρκης (1955-56). Ιδιαίτερα σημαντικό ρόλο έπαιξε η γνωριμία του Σισιλιάνου στις Ηνωμένες Πολιτείες με τον Δημήτρη Μητρόπουλο, ο οποίος μάλιστα παρουσίασε αργότερα (Μάρτιος 1958) σε πρώτη εκτέλεση την Πρώτη Συμφωνία, έργο 14 (1956) του συνθέτη με τη Φιλαρμονική της Νέας Υόρκης.

       Το 1956 ο Σισιλιάνος εγκαταστάθηκε οριστικά στην Ελλάδα. Υπήρξε ένας από τους πρώτους Έλληνες συνθέτες που χρησιμοποίησαν σύγχρονα μουσικά ιδιώματα. Η συνολική μουσική του παραγωγή αριθμεί 63 έργα και περιλαμβάνει όλα τα είδη: συμφωνική μουσική, μουσική δωματίου, μουσική για πιάνο, κύκλους τραγουδιών, όπερα, μπαλέτο, σκηνική μουσική, κ.ά.
       Παράλληλα με την συνθετική του εργασία ο Σισιλιάνος συμμετείχε ενεργά στη δημόσια μουσική ζωή. Διετέλεσε Προϊστάμενος των Μουσικών Εκπομπών του άλλοτε Ε.Ι.Ρ. (1960-62), Γενικός Γραμματέας του Εθνικού Συμβουλίου Μουσικής του Υπουργείου Παιδείας (1963-64), Αντιπρόεδρος του Ελληνικού Τμήματος της Διεθνούς Εταιρείας Σύγχρονης Μουσικής και του Ελληνικού Συνδέσμου Σύγχρονης Μουσικής (1964-68 και 1965-69, αντίστοιχα), Διευθυντής Μουσικών Εκπομπών του Ε.Ι.Ρ.Τ. (1974), μέλος της Καλλιτεχνικής Επιτροπής και του Διοικητικού Συμβουλίου της Εθνικής Λυρικής Σκηνής (1976-79 και 1980-81, αντίστοιχα), Πρόεδρος της Ένωσης Ελλήνων Μουσουργών (1981-89), μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου της Ε.Ρ.Τ. (1987-88) και Πρόεδρος της Καλλιτεχνικής Επιτροπής της Ε.Λ.Σ. (1990-94).
       Κατά τη διάρκεια της σταδιοδρομίας του ο Σισιλιάνος απέσπασε σημαντικές διακρίσεις. Το 1962 κέρδισε για το Κουαρτέτο εγχόρδων, αρ. 3, έργο 15, το 3ο βραβείο στον Διεθνή Διαγωνισμό Κουαρτέτου της Λιέγης, ενώ δύο φορές επελέγησαν έργα του για να εκπροσωπήσουν την Ελλάδα στα Φεστιβάλ της Διεθνούς Εταιρείας Σύγχρονης Μουσικής (Στάσιμον Β’, έργο 25, Μαδρίτη, 1965 και Προοπτικές, έργο 26, Πράγα, 1967). Ακόμα τιμήθηκε για τη συνολική του προσφορά με τα εξής μετάλλια και βραβεία: Cavaliere “Al merito della Republica Italiana” (Ρώμη, 1962), Chevalier des Arts (Παρίσι, 1990), Βραβείο Herder (Βιέννη, 1991), Βραβείο της Ειρήνης Γ. Παπαϊωάννου της Ακαδημίας Αθηνών (1994). Το 1999 αναγορεύτηκε επίτιμος διδάκτορας του Τμήματος Μουσικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Αθηνών.
       Στο έργο του Γιώργου Σισιλιάνου διακρίνονται τρεις περίοδοι. Η πρώτη περίοδος κατά την οποία ακολουθεί τονικά και τροπικά ιδιώματα, περιλαμβάνει τα έργα που γράφτηκαν μέχρι το 1953, χρονιά ολοκλήρωσης των σπουδών του στην Ιταλία, όταν ακόμα πίστευε ότι το μέλλον της ελληνικής μουσικής βρισκόταν «στο σημείο όπου το Βυζαντινό Εκκλησιαστικό Μέλος διασταυρώνεται με το Ελληνικό Δημοτικό Τραγούδι». Mε το Κοντσέρτο για Ορχήστρα, έργο 12 (1954), που αποτελεί την πρώτη προσέγγιση του συνθέτη με τη δωδεκάφθογγη μέθοδο, εγκαινιάζεται η δεύτερη περίοδος, η οποία χαρακτηρίζεται από την αναζήτηση και τον πειραματισμό γύρω από τα σύγχρονα μουσικά ρεύματα (δωδεκαφθογγισμός, σειραϊσμός, μετασειραϊκές τεχνικές, ηλεκτρονική μουσική) και διαρκεί περίπου 25 χρόνια. Η Μελλιχόμειδη, έργο 44 (1980), σηματοδοτεί το πέρασμα στην τρίτη περίοδο της συνθετικής του δημιουργίας, κατά την οποία ο Σισιλιάνος πραγματοποιεί μια συνειδητή στροφή σε ένα μελωδικότερο και πιο εύληπτο ιδίωμα.

    Βάλια Χριστοπούλου, Μουσικολόγος

  • Σκαλκώτας, Νίκος

    Νίκος Σκαλκώτας (1904-1949)


       Ο Νίκος Σκαλκώτας αποτελεί μία από τις σημαντικότερες μορφές στον χώρο της ελληνικής μουσικής δημιουργίας κατά το πρώτο μισό του 20ού αιώνα. Γεννήθηκε στη Χαλκίδα το 1904 και μετά από πέντε χρόνια μετεγκαταστάθηκε οικογενειακώς στην Αθήνα. Σπούδασε βιολί με τον Τόνυ Σούλτσε στο Ωδείο Αθηνών (1912-1920) και αποφοίτησε σε ηλικία 16 ετών αποσπώντας την ανώτερη τιμητική διάκριση, το «Χρυσό Μετάλλιο Ανδρέα και Ιφιγένειας Συγγρού». Την επόμενη χρονιά, αξιοποιώντας την Αβερώφειο υποτροφία από το Ωδείο Αθηνών, ξεκίνησε τις μεταπτυχιακές του σπουδές στην Ανώτατη Ακαδημία Μουσικής του Βερολίνου με τον Willy Hess ως καθηγητή βιολιού. Από το 1923, το ενδιαφέρον του στρέφεται στη σύνθεση και σπουδάζει με τους Robert Kahn, Paul Juon, Philipp Jarnach και Kurt Weill (ενορχήστρωση), πριν γίνει δεκτός στην τάξη σύνθεσης του Arnold Schoenberg στην Πρωσική Ακαδημία των Τεχνών στο Βερολίνο (1927-1931), βασικό κέντρο προαγωγής της σύγχρονης μουσικής εκείνη την περίοδο, όπου σπούδασε με ιδιωτική υποτροφία από τον Μανώλη Μπενάκη. Στο μεσοπολεμικό Βερολίνο, ο Σκαλκώτας αναπτύσσει αξιόλογη σταδιοδρομία τόσο ως συνθέτης ή ενορχηστρωτής όσο και ως μουσικός εκτελεστής, κερδίζοντας την εκτίμηση των καθηγητών του, αλλά και του επαγγελματικού του περίγυρου. Με την άνοδο του ναζισμού στη Γερμανία, οι συνθήκες της ζωής του δεν του αφήνουν πολλά περιθώρια για να επιβιώσει πλέον εκεί. Γύρω στον Μάρτιο του 1933, αναγκάζεται να εγκαταλείψει το Βερολίνο, αφήνοντας πίσω του τα χειρόγραφα 70 περίπου μουσικών έργων, και επιστρέφει στην Αθήνα. Η επανένταξή του στους μουσικούς κύκλους της Αθήνας αρχικά τον δυσκόλεψε, γρήγορα όμως μπόρεσε να σταδιοδρομήσει εκ νέου, πρώτα ως ενορχηστρωτής στο Εθνικό Θέατρο και στη συνέχεια ως βιολονίστας στην Ορχήστρα του Ωδείου Αθηνών (μετέπειτα Κρατική Ορχήστρα Αθηνών) και στην Ορχήστρα της Εθνικής Λυρικής Σκηνής, όχι όμως και ως συνθέτης, καθώς το έργο του παρέμεινε, εν πολλοίς, άγνωστο εκείνη την εποχή. Στην Αθήνα δημιούργησε έναν αξιοθαύμαστο κατάλογο έργων, τόσο σε ποιότητα όσο και σε όγκο, συνθέτοντας πυρετωδώς περισσότερα από 100 έργα μέσα στα 16 χρόνια από την επιστροφή του ως τον απροσδόκητο θάνατό του, τον Σεπτέμβριο του 1949, από περίσφιξη κήλης.
       Η δημιουργία του περιλαμβάνει όλα τα είδη μουσικής, πλην της όπερας. Η ιδιομορφία του ύφους της μουσικής του έγκειται στην πρωτοτυπία της παράλληλης ενασχόλησης με δύο εντελώς διαφορετικά ιδιώματα: της τονικής και της ατονικής μουσικής γλώσσας, σε ανοιχτή συνομιλία με τη νεοκλασική τεχνοτροπία και την εθνική ταυτότητα. Στα τονικά του έργα συγκαταλέγονται οι περίφημοι 36 Ελληνικοί Χοροί για ορχήστρα (1931-1936), τα μπαλέτα Η Λυγερή κι ο Χάρος (1938/1947) και Η θάλασσα (1949), η Κλασσική Συμφωνία (1947) και η Μικρή Συμφωνία (Sinfonietta) σε σι ύφεση μείζονα (1948). Αντιστοίχως, στην ατονική ή δωδεκάφθογγη  μουσική παραγωγή του, έργα όπως η Επιστροφή του Οδυσσέα (1942), οι 2 Συμφωνικές Σουίτες, τα Κοντσέρτα του (για βιολί, για πιάνο, για κοντραμπάσο, για δύο βιολιά, για βιολί και πιάνο, για βιολί και βιόλα), τα 32 Κομμάτια για πιάνο, οι 15 Μικρές παραλλαγές για πιάνο, οι 4 Σουίτες για πιάνο, η σειρά έργων μουσικής δωματίου για πνευστά και πιάνο, η σειρά έργων για βιολί και πιάνο και τα κουαρτέτα εγχόρδων αποτελούν ορόσημο όσον αφορά την ισορροπία μορφής και περιεχομένου, συνθετικής τεχνικής και μουσικής ωριμότητας.
       Η αναγνώριση του έργου του υπήρξε ως επί το πλείστον μεταθανάτια. Μόνο τρία από τα έργα του εκδόθηκαν κατά τη διάρκεια της ζωής του, ενώ ελάχιστα έργα από αυτά της αθηναϊκής περιόδου ευτύχησε να τα ακούσει να εκτελούνται δημόσια. Εξαίρεση αποτελούν η μουσική μπαλέτου, ορισμένοι από τους 36 Ελληνικούς Χορούς και λιγοστά έργα μουσικής δωματίου. Αμέσως μετά τον θάνατο του συνθέτη, συστάθηκε μία άτυπη Επιτροπή Σκαλκώτα με πρόεδρο τον μουσικολόγο-μουσικοκριτικό Μίνω Δούνια, η οποία μετεξελίχθηκε το 1961 στην Εταιρεία Φίλων Σκαλκώτα, η οποία διαχειρίστηκε επί σειράν ετών το Αρχείο Σκαλκώτα,  μέχρι αυτό να περάσει στο Ίδρυμα Αιμιλίου Χουρμουζίου–Μαρίκας Παπαϊωάννου στις αρχές της δεκαετίας του 2000. Ήδη όμως από το 1953, με τη δημοσίευση της Μικρής Σουίτας για ορχήστρα εγχόρδων από τις εκδόσεις Universal, άρχισε μία συστηματική προσπάθεια έκδοσης, δισκογράφησης και διεθνούς προώθησης του έργου του, κυρίως χάρη στον μουσικολόγο Γιάννη Γ. Παπαϊωάννου (1915-2000). Κατά τη δεκαετία του 1980, το εκδοτικό ενδιαφέρον για τα έργα του Σκαλκώτα πέρασε στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού και με επίκεντρο τις προσπάθειες του συνθέτη, αρχιμουσικού, παιδαγωγού και εκδότη μουσικής Gunther Schuller (1925-2015) άλλη μία σειρά έργων έγινε προσιτή στο κοινό μέσω των εκδόσεων Margun που αργότερα μεταβιβάστηκαν στην εκδοτική εταιρεία G. Schirmer, Inc. (σήμερα Music Sales Classical). Η παγκόσμια όμως αποδοχή του έργου του Σκαλκώτα ενισχύθηκε καθοριστικά από την απόφαση της σουηδικής δισκογραφικής εταιρίας BIS να δισκογραφήσει τα άπαντα του συνθέτη, πρωτοβουλία που ξεκίνησε στα τέλη της δεκαετίας του 1990 και συνεχίζεται μέχρι σήμερα, έχοντας πλέον ξεπεράσει τους 17 τίτλους δίσκων ακτίνας. Η συμβολή της Μουσικής Βιβλιοθήκης «Λίλιαν Βουδούρη» του Συλλόγου Οι Φίλοι της Μουσικής, όπου πλέον φιλοξενείται το Αρχείο Σκαλκώτα, αναμένεται να δώσει νέα ώθηση στην έρευνα και στη διάδοση του έργου του μεγάλου Έλληνα δημιουργού, ενώ η έκδοση αδημοσίευτων συνθέσεων και ενορχηστρώσεών του από το Κέντρο Ελληνικής Μουσικής έχει εμπλουτίσει τη γνώση μας για το ακόμη άγνωστο, μα πολυσχιδές, δημιουργικό του έργο.

    Γιάννης Σαμπροβαλάκης
    Μουσικολόγος, Κέντρο Ελληνικής Μουσικής

ανα σελίδα
Εμφάνιση 1 - 12 από 42 προϊόντα
Εμφάνιση 1 - 12 από 42 προϊόντα
ΕΣΠΑ