Καρρέρ[ης], Παύλος
(γέννηση: Ζάκυνθος, 12 Μαΐου 1829, θάνατος: Ζάκυνθος, 7 Ιουνίου 1896).
Έλληνας συνθέτης. Υπήρξε ηγετική μορφή της επτανησιακής μουσικής και δημιουργός εθνικής όπερας και φωνητικής μουσικής βασισμένης σε ελληνικά θέματα, ελληνόγλωσσα λιμπρέτα και στίχους, καθώς και μελωδίες εμπνευσμένες από τη δημοτική και την αστικολαϊκή παράδοση της νεώτερης Ελλάδας.
Ήταν απόγονος αριστοκρατικής οικογένειας της Ζακύνθου, που καταπιανόταν με εμπορικές επιχειρήσεις. Σπούδασε μουσική στη γενέτειρά του με τους Ιταλούς διδασκάλους Giuseppe Cricca, Francesco Marangoni και πιθανώς στην Κέρκυρα με τον Νικόλαο Χαλικιόπουλο Μάντζαρο. Διαθέτοντας φυσικό μουσικό χάρισμα, αλλά και εναρμονισμένος με το πολιτιστικό κλίμα των Ιονίων Νήσων της εποχής, στο οποίο κυριαρχούσε η ιταλική όπερα και η ευρωπαϊκή κουλτούρα, συνέθεσε τα πρώτα του μικρά μουσικά έργα περί τα τέλη της δεκαετίας του 1840, όπως τη μελοδραματική σκηνή Il pellegrino di Castiglia [Ο προσκυνητής της Καστίλλης], η οποία προσέλκυσε το ενδιαφέρον του κοινού, όταν παρουσιάστηκε στο Δημοτικό Θέατρο «Απόλλων» της Ζακύνθου. Οι πρώτες του επιτυχίες τον ενθάρρυναν να εγκατασταθεί στο Μιλάνο, την οπερατική πρωτεύουσα της Ευρώπης, προκειμένου να λάβει ειδικότερες σπουδές.
Το 1850, στην καρδιά του Ιταλικού Risorgimento, ο Παύλος Καρρέρ μετακόμισε στο υπό αυστριακή κατοχή Μιλάνο. Εκεί παρακολούθησε ιδιαίτερα μαθήματα μουσικής με τους Raimondo Boucheron, Pietro Tassistro και Giuseppe Winter. Εντός του έτους παρουσίασε σε συναυλία στο θέατρο «Carcano» τα πρώτα ορχηστρικά του έργα και συνέθεσε την παρτιτούρα για το μπαλέτο του Tomaso Casati Bianca di Belmonte, που ανέβηκε στο «Teatro della Canobbiana». Υπό την προστασία του Francesco Lucca, του παντοδύναμου Ιταλού μουσικοεκδότη, ο Καρρέρ έκανε το ντεμπούτο του ως συνθέτης όπερας τον Αύγουστο του 1852 στο «Carcano», με το έργο Dante e Bice [Δάντης και Βεατρίκη], όπερα σε τρία μέρη βασισμένη σε λιμπρέτο του Serafino Torelli. Το έργο, το οποίο φαίνεται ότι προκάλεσε την αυστριακή αστυνομία με τις πολιτικές του αιχμές, αναφέρεται στον Ιταλό εθνικό ποιητή Δάντη Αλιγκέρι, τον ανεκπλήρωτο έρωτά του για τη Βεατρίκη Πορτινάρι, την πολιτική του δράση και τη συγγραφή της Θείας Κωμωδίας.
Την επόμενη χρονιά ο Καρρέρ συνεργάστηκε με τον χορογράφο Andrea Palladino για το κωμικό μπαλέτο Cadet, il barbiere [Καντέτ ο μπαρμπέρης], το οποίο ανέβηκε στην «Canobbiana» χωρίς σημαντική απήχηση (Ιούνιος 1853). Ωστόσο, η χρονιά αυτή επεφύλαξε μία μεγάλη επιτυχία για τον νεαρό συνθέτη: η τρίπρακτη όπερα Isabella d’Aspeno παρουσιάστηκε στο θέατρο «San Giacomo» της Κέρκυρας (Φεβρουάριος 1854), για να ακολουθήσει μία θριαμβευτική δέσμη παραστάσεων στο μιλανέζικο «Carcano» (Απρίλιος 1854 και Μάρτιος 1856). Το έργο, πάνω σε λιμπρέτο αγνώστου ποιητή, υπογράφοντος με τα αρχικά R.G.S., κατέχει ιδιαίτερη θέση στην ιταλική οπερατική δημιουργία του mezzo ottocento, καθώς φαίνεται ότι αποτελεί ένα από τα πρότυπα της πασίγνωστης όπερας του Verdi, Un ballo in maschera.
Η επιτυχία του Καρρέρ στις μιλανέζικες σκηνές συμπληρώνεται με το ανέβασμα της grand opéra LaRediviva [Η Νεκραναστημένη], σε τρεις πράξεις και λιμπρέτο του Giuseppe Sapio. H όπερα έτυχε θερμότατης υποδοχής όταν ανέβηκε ως υπερπαραγωγή στο «Carcano» (Ιανουάριος 1856), επιτυχία η οποία συνεχίστηκε στο Teatro Comunale του Como (Ιανουάριος 1857), καθώς και στο κερκυραϊκό «San Giacomo» (Δεκέμβριος 1857). Καθ’ όλο το διάστημα της παραμονής του στην Ιταλία ο Καρρέρ επίσης συνέθεσε μουσική σαλονιού και ειδικότερα οπερατικές μεταγραφές για πιάνο και φλάουτο, χορούς και ασκήσεις solfège.
Εμφορούμενος από το όραμα να δημιουργήσει εθνική μουσική και να καταστεί ο πρώτος εθνικός συνθέτης της Ελλάδας, ο Καρρέρ επαναπατρίστηκε το 1857 και εγκαταστάθηκε στη Ζάκυνθο. Εκεί συνεργάστηκε ως αρχιμουσικός και ως ιμπρεσάριος με τα τοπικά θέατρα, δίδαξε μουσική και παντρεύτηκε την υψίφωνο και πρωταγωνίστρια των έργων του, Ισαβέλλα Ιατρά. Την ίδια εποχή συνέθεσε την πρώτη του εθνικού περιεχομένου όπερα, τον τετράπρακτο Μάρκο Βότζαρη (1858-1860), καθώς και πολυάριθμα άσματα σε ελληνικούς στίχους, ανάμεσα στα οποία το πασίγνωστο κλέφτικο «Ο Γερο-Δήμος», ένα δημοτικοφανές τραγούδι που ενσωματώθηκε στην παραπάνω όπερα. Ο Μάρκος Βότζαρης μετά από πολλές περιπέτειες, λόγω του επαναστατικού του περιεχομένου, έκανε πρεμιέρα στην Πάτρα τον Απρίλιο του 1861 και θεωρείται το πιο γνωστό έργο του Καρρέρ και η δημοφιλέστερη ελληνική όπερα του 19ου και των αρχών του 20ού αιώνα που γνώρισε πάνω από 45 σκηνικές διδασκαλίες. Το έργο, αρχικά συντεθειμένο σε ένα ιταλικό λιμπρέτο του Giovanni Caccialupi, σταδιακά μεταφράστηκε και καθιερώθηκε στα ελληνικά, προκαλώντας συχνά λαϊκό ενθουσιασμό στις πλατείες των θεάτρων όπου παρουσιάστηκε.
Στην ίδια περίπου γραμμή, αλλά πιο προχωρημένες συνθετικά είναι και οι άλλες δύο εθνικές του όπερες, η ατμοσφαιρική οριεντάλ Κυρά Φροσύνη (λιμπρέτο από τον Ελισαβέτιο Μαρτινέγκο, βασισμένο στο ομότιτλο εκτενές ποίημα του Αριστοτέλη Βαλαωρίτη), που παρουσιάστηκε στον ζακυνθινό «Απόλλωνα» τον Νοέμβριο 1868 και η ηρωικού ύφους Δέσπω (λιμπρέτο από τον συλλέκτη δημοτικών τραγουδιών και πολυσχιδή λόγιο Αντώνιο Μανούσο), που ανέβηκε στον «Απόλλωνα» των Πατρών, τον Δεκέμβριο 1882. Τόσο η πρώτη, ένα ώριμο έργο με έντονο το couleur locale και τα στοιχεία του αισθησιασμού και της ψυχογραφίας, όσο και η δεύτερη, ένα έργο με αισθητή εθνική σφραγίδα, πυκνό σε δημοτικά μελίσματα και μελωδικά μοτίβα, έχουν αποτυπωθεί σε δίσκους ακτίνας και είναι προσιτές στο κοινό.
Παράλληλα με τα εθνικά του μελοδράματα, ο Καρρέρσυνέχισε να συνθέτει ιταλικού ύφους όπερες, όπως η μυθιστορηματικής πλοκής Fior di Maria [Μαριάνθη] (σε λιμπρέτο Giovanni Caccialupi, πρεμιέρα στο «San Giacomo» της Κέρκυρας, Ιανουάριος 1868), στην οποία ανιχνεύονται ρεαλιστικά και προβεριστικά στοιχεία. Αποφασιστικότερα βήματα προς τον σκηνικό και τον μουσικό ρεαλισμό πραγματοποίησε με τη σύνθεση της Maria Antonietta (λιμπρέτο του Γεωργίου Ρώμα, πρεμιέρα στο θέατρο «Φώσκολος» της Ζακύνθου, Ιανουάριος 1884).
Ιδιαίτερη θέση στην οπερατική του δημιουργία κατέχει η τελευταία του όπερα Μαραθών-Σαλαμίς, ένα φιλόδοξο έργο σε τέσσερα μέρη (σύνθεση του 1887), που συνδυάζει τον όψιμο νεοκλασικισμό με τον πρώιμο μουσικό ιμπρεσιονισμό και μία βαγκνερική τάση για ενότητα, το οποίο δεν παρουσιάστηκε στην εποχή του, αλλά… 115 χρόνια μετά. Τέλος, ο Καρρέρ κατέλειπε δύο ημιτελή έργα, την εθνικού ύφους τρίπρακτη όπερα Lambros il brulottiere [Λάμπρος ο Μπουρλοτιέρης] (περίπου 1886) και την ηθογραφική οπερέττα Ο Κόντες Σπουργίτης (1886-1887). Μαρτυρείται επίσης ένας ακόμη τίτλος όπερας χαμένης και αγνώστων λοιπών στοιχείων, ο Don Pigna.
Ο Παύλος Καρρέρ υπήρξε ένας από τους δημοφιλέστερους και πλέον πολυπαιγμένους συνθέτες στην Ελλάδα του 19ου αιώνα, ενώ ανέπτυξε σημαντική σταδιοδρομία στην Ιταλία. Παρακολουθούσε από απόσταση αναπνοής τις εξελίξεις στο πεδίο της ευρωπαϊκής όπερας, αφουγκραζόταν την καλλιτεχνική νεωτερικότητα και ανανέωνε διαρκώς τη συνθετική του πρακτική. Στο συνθετικό του ύφος εντοπίζονται ιταλικές επιδράσεις, κυρίως από τον Verdi της μεσαίας περιόδου και το όψιμο bel canto. Ωστόσο, το μουσικό του ιδίωμα διακρίνεται για το ιδιαίτερο προσωπικό του στίγμα, καθώς και για την προσπάθειά του να προσδώσει εθνικό χρωματισμό στις δημιουργίες του. Διαδραμάτισε ηγετικό ρόλο στη χαρακτηριστικότερη εξέλιξη στο πεδίο της έντεχνης νεοελληνικής μουσικής που συντελέστηκε στα Επτάνησα των μέσων του 19ου αιώνα και αφορά στην πρώτη συστηματική προσπάθεια δημιουργίας αυθύπαρκτης εθνικής όπερας.
Αύρα Ξεπαπαδάκου
Λέκτωρ Πανεπιστημίου Κρήτης