HMC 021
Νέο
Ζώρας, Λεωνίδας (1905-1987)
Νηπενθή και Σάτιρες, ΚΣΚ 70 (1951-1959)
Επτά ποιήματα του Κώστα Καρυωτάκη
Μουσική απόδοση για φωνή και πιάνο
1. Εὐγένεια
2. Γραφιᾶς
3. Μπρούτζινος γύφτος
4. Σταδιοδρομία
5. Ὁ Μιχαλιὸς
6. Παιδικὸ
7. Ἐμβατήριο πένθιμο καὶ κατακόρυφο
Διάρκεια: 15΄
ISMN: 979-0-801168-09-2
Σελίδες: 56
Επιμέλεια έκδοσης: Σοφία Κοντώση
Σχεδιασμός έκδοσης: Γιάννης Σαμπροβαλάκης
Αντιγραφή μουσικού κειμένου: Εβελίνα Χαρκοφτάκη
Εισαγωγικό και κριτικό σημείωμα: Σοφία Κοντώση
Μετάφραση στα αγγλικά: Ελένη Γρηγορέα
Σχεδιαστική επιμέλεια έκδοσης: Αντώνης Καπίρης
Ημερομηνία Διαθεσιμότητας:
Συνθέτης | Ζώρας, Λεωνίδας |
Λεωνίδας Ζώρας: Νηπενθή[1] και Σάτιρες,[2] ΚΣΚ 70
Επτά ποιήματα του Κώστα Καρυωτάκη
Μουσική απόδοση για φωνή και πιάνο
Η ζωή του Καρυωτάκη έφερε τη μελαγχολία του. Η μελαγχολία του, την ταραγμένη φαντασία, τη δίψα του αντιλογικού, του φαουστικού. Η φαντασία έφερε τις Ελεγείες. Οι Ελεγείες έφεραν τις Σάτιρες. Οι Σάτιρες την αυτοκτονία. Αλλοιώς δε θα μπορούσε να γίνει.
Τέλλος Άγρας[3]
Όταν δεν μπορείς να συμβιβαστείς με την πραγματικότητα και αιωρείσαι ανάμεσα στα χοϊκά και τα πνευματικά, στην ομορφιά και την ανάγκη, γίνεσαι αναπόφευκτα σατιρικός. Η ειρωνεία που κρύβει τον βαθύ λυγμό, την πίκρα για την απουσία των ωραίων πραγμάτων, των μεγάλων, των τραγικών έστω, που σε όλη του την πεζή υπαλληλική ζωή αναζητούσε από έναν άκρατο ρομαντισμό ο ποιητής, είναι διάχυτη στα ποιήματα του Κώστα Καρυωτάκη που ο Λεωνίδας Ζώρας επέλεξε –και πέτυχε– να αναδείξει μουσικά. Ο νεοαστικός ρεαλισμός της ποίησης του Καρυωτάκη, ο σεμνός, ήρεμος και απορημένος τόνος του στίχου του βρίσκουν την απόλυτη ενσάρκωσή τους στην ανεπιτήδευτη, γεμάτη λυρισμό μουσική του Ζώρα. Σ΄ αυτό ακριβώς το σημείο έγκειται και η επιτυχία του συνθέτη: κατόρθωσε να συλλάβει το ψυχολογικό κλίμα που διακατείχε τον ποιητή στα Νηπενθή και να αποδώσει την ένταση του δραματικού κρεσέντο των Σατίρων που τον οδήγησε στην αυτοκτονία.[4]
Γένεση του έργου
Αθήνα, Βερολίνο 1951-1959
Η σύνθεση του κύκλου Νηπενθή και Σάτιρες απασχόλησε τον Ζώρα καθ’ όλη τη δεκαετία του ’50. Αρχικά, την περίοδο 1951-52, συνέθεσε τέσσερα τραγούδια, καταγράφοντας σε χρονολογικό χειρόγραφο κατάλογο έργων του τον κύκλο ως Νηπενθή και Σάτιρες, 4 ποιήματα του Κ. Καρυωτάκη, και απαριθμώντας τα τραγούδια με την εξής σειρά: 1. «Γραφιάς», 2. «Σταδιοδρομία», 3. «Ο Μιχαλιός» και 4. «Εμβατήριο πένθιμο και κατακόρυφο» (τέτοιο χειρόγραφο δεν έχει σωθεί). Δύο χρόνια αργότερα, το 1955, οριστικοποιεί τον «Μπρούτζινο γύφτο» επεξεργαζόμενος πρωτόγραφο του 1925 (βλ. ενότητα Ζώρας και Καρυωτάκης…), και το επόμενο έτος ολοκληρώνει την «Ευγένεια». Τότε πρέπει να καθαρογράφησε και τα έξι τραγούδια μαζί στο μοναδικό διασωθέν τελικό χειρόγραφο,[5] τοποθετώντας τα στην οριστική τους θέση. Το 1959, έχοντας εγκατασταθεί μόνιμα στο Βερολίνο συνέθεσε το «Παιδικό», το οποίο όμως δεν γνωρίζουμε αν το εμπνεύστηκε ως μέρος του κύκλου ή αν η αρχική του πρόθεση ήταν να εκτελείται ως ανεξάρτητο τραγούδι. Το βέβαιο είναι ότι το «Παιδικό» είχε οριστικά προσαρτηθεί στον κύκλο ως προτελευταίο τραγούδι πριν από την πρώτη εκτέλεση του έργου, την οποία πραγματοποίησαν η μεσόφωνος Νουνούκα Φραγκιά-Σπηλιοπούλου και ο πιανίστας Γιάννης Παπαδόπουλος την 1/2/1967, σε Βραδιά τραγουδιού με έργα του Λεωνίδα Ζώρα (Αίθουσα Τερψιχόρη Ξενοδοχείου Χίλτον Αθηνών).[6] Το έργο αναβίωσε σε ολοκληρωμένη εκτέλεση 40 σχεδόν χρόνια μετά, από τον βαρύτονο Σπύρο Σακκά και την πιανίστα Ντόρα Μπακοπούλου, στις εκδηλώσεις με τίτλο Λεωνίδας Ζώρας: Εκατό χρόνια από τη γέννησή του (5-16/12/2005, Goethe-Institut Athen, διοργάνωση Αρχείο Λεωνίδα Ζώρα).
Ζώρας και Καρυωτάκης: μια σχέση δεκαετιών
Η νεανική συνάντηση
Με την αγάπη του για την ποίηση και τη φυσική του κλίση προς την τέχνη των στίχων, ο Λεωνίδας Ζώρας θα αναγνωρίσει εν έτει 1925, πρώτος μεταξύ των Ελλήνων συνθετών, την ποιητική αξία του Καρυωτάκη. Πολύ πριν από την έκδοση της συλλογής Ελεγεία και Σάτιρες (1927) και τον εντυπωσιακό απόηχό της, σε μιαν εποχή που κατά τον Παντελή Βουτουρή «η ελληνική κοινωνία αποδεικνύεται πιο φιλική με το πρότυπο τού (περίπου) ισόθεου ποιητή-οδηγητή [Παλαμά] που αυτός είχε προβάλει παρά με το θνητό και εν τέλει αδύναμο ποιητικό πρότυπο του Καβάφη και του Καρυωτάκη»,[7] ο Ζώρας καταπιάνεται με τον «Γύφτο»,[8] από τη δεύτερη συλλογή του ποιητή, τα Νηπενθή (1921). Με την επιλογή του αυτή ο συνθέτης εκφράζει τη βαθύτερη ανάγκη του για συγχρονισμό με τα ποιητικά ρεύματα του καιρού του, κάνοντας ταυτόχρονα από πολύ νωρίς νύξη της μελλοντικής αποστασιοποίησης του από τη σφαίρα επιρροής του Μανώλη Καλομοίρη και της Εθνικής Σχολής.
Παρότι η θεματολογία του ποιήματος είναι κατά βάση παραδοσιακή, το μήνυμα και τα μορφικά του στοιχεία είναι μοντέρνας υφής. Ο νεωτερισμός αυτός δεν διαφεύγει της προσοχής του Ζώρα, ο οποίος τον αναδεικνύει μουσικά με ζωντάνια και αστεϊσμό, εισάγοντας μάλιστα στο τραγούδι τα πλέον «νεωτεριστικά» εργαλεία που διαθέτει στο νεανικό συνθετικό του οπλοστάσιο: την «κλοτσὰ στὸν ἥλιο» που δίνει ο γύφτος συνοδεύει ένα κλάστερ πέντε τόνων δοσμένο στο ηχητικό περιβάλλον μιας ολοτονικής κλίμακας και μια πινελιά sprech σημειογραφίας στο μέρος της φωνής.[9]
Το τραγούδι θα εκτελεστεί το 1927 και, κατόπιν εκτεταμένης επεξεργασίας που θα αλλάξει ριζικά τη μορφή του τόσο ώστε να καταστεί άλλο έργο (μελισματική επεξεργασία της φωνής έναντι της αρχικής συλλαβικής, επαναλήψεις στίχων, διπλασιασμός έκτασης κειμένου, πλουσιότερη συνοδεία), θα εκδοθεί το 1936 στη συλλογή Σκίτσα (Κατάλογος Σοφίας Κοντώση 38), γνωρίζοντας ήδη από το 1934, που έλαβε την ‘τελική’ του μορφή, μέχρι και σήμερα πολλές εκτελέσεις από σημαντικούς καλλιτέχνες.
Η ώριμη εκτίμηση
Με εξαίρεση τον κύκλο 5 τραγουδιών του συνθέτη Θεόδωρου Καρυωτάκη, που εκδόθηκε το 1934 ως αφιέρωμα στη μνήμη του εξαδέλφου του ποιητή[10] –όταν ακόμη ο απόηχος της αυτοκτονίας του ήταν ζωντανός και το φαινόμενο του καρυωτακισμού συνέχιζε δυναμικά την εξάπλωσή του, και ενώ οι κριτικοί διχάζονταν ως προς την ποιητική αξία του έργου του–,[11] η ποίηση του Καρυωτάκη δεν βρίσκει ανταπόκριση στο χώρο της ελληνικής μουσικής δημιουργίας για τις επόμενες δύο δεκαετίες.[12] Το νήμα θα πιάσει ξανά ο Ζώρας, ο οποίος στις αρχές της δεκαετίας του ’50, με όχημα το αγαπημένο του είδος, το τραγούδι για φωνή και πιάνο, θα ανανεώσει το μουσικό του ύφος, εγκαταλείποντας τους κόλπους της Εθνικής Σχολής και προσχωρώντας στον μοντερνισμό και την ατονικότητα.
Σε άμεσο διάλογο με τους μοντέρνους Έλληνες ποιητές, ο συνθέτης ξεκινά τη μετάβαση με την πρωτοποριακή επιλογή των χαϊκού του Σεφέρη (Ακαριαία, 1950, ΚΣΚ 62) προβαίνοντας, ταυτόχρονα με τον Αργύρη Κουνάδη,[13] σε μία από τις πρώτες μελοποιήσεις στίχων του ποιητή στην ελληνική μουσική δημιουργία. Συνεχίζει προσεγγίζοντας τον ελεύθερο στίχο του Γιώργου Θ. Βαφόπουλου (Η Προσφορά, 1952, ΚΣΚ 64), ενώ το 1954 παρουσιάζει το Δίπτυχο Τείχη-Κεριά σε ποίηση Κωνσταντίνου Καβάφη. Το 1956 επανέρχεται στον Σεφέρη με τον κύκλο Η ψυχή μας αύριο κάνει πανιά (ΚΣΚ 68). Συνεχίζοντας παράλληλα τις μελοποιήσεις ποιημάτων του μεγάλου Αλεξανδρινού, φτάνει στην τελείωση του προσωπικού του ύφους με τα Δεκατέσσερα ποιήματα του Κωνσταντίνου Καβάφη το 1960 (ΚΣΚ 73).
Και ο Καρυωτάκης; Αυτός θα τον απασχολήσει καθ’ όλη τη διάρκεια της δεκαετίας, γεγονός που αιτιολογεί τις πολλαπλές μελωδικές συγγένειες που συναντάμε ανάμεσα στο έργο αυτό και τους άλλους κύκλους τραγουδιών της εποχής (αμεσότερες μάλιστα με τα Ακαριαία και την Προσφορά).[14] Έτοιμος πλέον να αποδώσει μουσικά τη «διατάραξη του παραδοσιακού στίχου στην ποίηση του Καρυωτάκη», όπως πολύ χαρακτηριστικά –και με θετικό πρόσημο–, θα επισημάνει ο Κώστας Στεργιόπουλος,[15] ο Ζώρας επανέρχεται στον Καρυωτάκη το 1951 με τη μελοποίηση του ποιήματος Ο Μιχαλιός,[16] μια επιλογή-δήλωση στάσης, θεωρώ, σε μιαν Ελλάδα που προσπαθεί, σπαραγμένη από τον εμφύλιο, να επουλώσει τις πληγές της. Με σαφείς μελωδικές αναφορές τόσο στη «Νέα Μοίρα» (Ακαριαία) που προηγήθηκε αλλά και στο «Ανέβασμα» από την Προσφορά που ακολουθεί, ο Ζώρας υπογραμμίζει στον «Μιχαλιό» το συχνά ανούσιο του θανάτου των απλών ανθρώπων, αντιπαραθέτοντας στη συνοδεία του πιάνου (αρχικά σε ρυθμικά σχήματα στρατιωτικού εμβατηρίου που αργότερα μετατρέπεται σε πένθιμο), τη μελωδική ικεσία του στρατιώτη που πεθαίνει με την ανεκπλήρωτη επιθυμία να γυρίσει στο σπίτι του.
Τα επόμενα τρία τραγούδια, το «Εμβατήριο πένθιμο και κατακόρυφο» που θα τοποθετηθεί στο κλείσιμο του κύκλου, η «Σταδιοδρομία» και ο «Γραφιάς», ολοκληρώνονται σε διάστημα μόλις μιας εβδομάδας τον Αύγουστο του 1952. Δεν μπορούμε, δυστυχώς, να αποφύγουμε τον συνειρμό ότι η επιλογή των δύο αυτών τελευταίων ποιημάτων αντικατοπτρίζει τη βαθιά απογοήτευση του Ζώρα από τη δωδεκαετή, ήδη τότε, εμπειρία του στο πόντιουμ αλλά και γενικότερα το χώρο της Λυρικής Σκηνής. Αν στον «Γραφιά» το εναρκτήριο μοτίβο του πιάνου ηχεί σαν τον πέλεκυ μιας σκληρής, αναπόφευκτης μοίρας, τότε η ταυτόχρονη εκφορά του και από τη φωνή στο τέλος του τραγουδιού πάνω στον στίχο «ὅμως ἀκόμη γράφω», δηλώνει αναμφίβολα την αποδοχή της. Σε διαφορετικό ύφος, η ρυθμική ομοιομορφία της πληκτικής φωνητικής γραμμής στη «Σταδιοδρομία»και η απουσία στήριξής της, λόγω της αραιής πιανιστικής γραφής, ενισχύουν την αίσθηση της παραίτησης στην οποία ποιητής και συνθέτης επιθυμούν να μας υποβάλουν. Ταυτόχρονα, η χρήση της τεχνικής quasi parlato επιτρέπει στον τραγουδιστή να αναδείξει τον σαρκασμό του Καρυωτάκη για τα πλανερά ιδανικά στα οποία συχνά αναλώνεται η ανθρώπινη ζωή.
Το 1955 ο Ζώρας θα επανέλθει στους στίχους του «Γύφτου», επεξεργαζόμενος σε σύγχρονη τώρα γλώσσα την πρώτη μορφή του έργου που είχε αποτυπωθεί στο πρωτόγραφο του 1925. Η πιο εκλεπτυσμένη γραμμή της φωνής, απόλυτα πιστή από ρυθμική άποψη στην απόδοση του εσωτερικού ρυθμού των λέξεων, φανερώνει την πείρα που αποκόμισε ο συνθέτης στο πέρασμα των τριών δεκαετιών που χωρίζουν τα τραγούδια μεταξύ τους, ενώ και ο «Γύφτος» του 1934 είναι διακριτικά παρών στην πιανιστική συνοδεία. Έτσι, στο πρόγραμμα της πρώτης εκτέλεσης του «Μπρούτζινου γύφτου» αυτή τη φορά, ο συνθέτης σημειώνει:
«Πριν από σαράντα τόσα χρόνια η πρώτη αναζήτηση. Ήρθαν κι άλλες κι άλλες και πήρε κάποτε η μουσική μου μια ‘τελική’ μορφή. Έτσι εκδόθηκε, έτσι έγινε γνωστή. Σήμερα όμως ξαναγυρίζω με σεβασμό στην πρώτη έμπνευση. Πιστεύω ότι εκείνη ήταν η τελείωση».
Το 1956 ο Ζώρας συνθέτει την «Ευγένεια», τους εύγλωττους στίχους της οποίας «Πικροὶ ὅταν ἔλθουν χρόνοι, / κάνε τὸν πόνο σου ἅρπα / καὶ πέ τονε τραγούδι» επιλέγει για την έναρξη του κύκλου.
Το τελευταίο χρονολογικά τραγούδι του κύκλου, το «Παιδικό», θα γραφτεί το 1959 στο Βερολίνο, όπου ο Ζώρας έχει εγκατασταθεί μόνιμα από το 1958. Η ανάθεση στο πιάνο μιας μελωδίας που θυμίζει αθώο παιδικό τραγούδι μεγεθύνει αντιστικτικά την τραγικότητα των λόγων της παιδικής προσευχής και αυξάνει κατακόρυφα τη συναισθηματική φόρτιση, προετοιμάζοντας τον ακροατή για την κορύφωση, για το μοιραίο τέλος που ακολουθεί.
Αντί επιλόγου, θα αφήσω τον ίδιο τον συνθέτη να δώσει το υφολογικό στίγμα του έργου του, παραθέτοντας σχόλιό του για το Εμβατήριο πένθιμο και κατακόρυφο στο πρόγραμμα της πρώτης εκτέλεσης:
«Στυγνό, μουντό, χωρίς στιλπνότητα –χωρίς κλαγγή μεταλλική– το δικό μου εμβατήριο ακολουθεί θαρρώ την πορεία, την πένθιμη και κατακόρυφη του ποιητή. Χωρίς λύτρωση».
ΣΟΦΙΑ ΚΟΝΤΩΣΗ
ΠΡΩΤΗ ΕΚΤΕΛΕΣΗ:
1 Φεβρουαρίου 1967
Αίθουσα Τερψιχόρη Ξενοδοχείου Χίλτον Αθηνών
Βραδιά τραγουδιού με έργα του Λεωνίδα Ζώρα
Νουνούκα Φραγκιά-Σπηλιοπούλου, μεσόφωνος
Γιάννης Παπαδόπουλος, πιάνο
[1] Η λέξη νηπενθής (στερητικό νη + πένθος) είναι ομηρική και σημαίνει «αυτόν που διώχνει ή καταπραΰνει τον πόνο». Η συλλογή πρωτοδημοσιεύτηκε το 1921. Σ’ αυτήν περιλαμβάνονται τα 3 πρώτα τραγούδια του κύκλου.
[2] Πρόκειται για την τρίτη και τελευταία συλλογή του Καρυωτάκη, Ελεγεία και Σάτιρες, που δημοσιεύτηκε το 1927, από την οποία ο Ζώρας πήρε τα 4 τελευταία τραγούδια που συνθέτουν τον κύκλο.
[3] Τέλλος Άγρας, «Ο Καρυωτάκης και οι Σάτιρες», κριτική δημοσιευμένη στα Άπαντα του Κ.Γ. Καρυωτάκη, Αθήνα 1938, Εκδόσεις Γκοβόστη.
[4] Αναδημοσίευση από το ομότιτλο, συνοπτικό κείμενο της συγγραφέως στο πρόγραμμα των εκδηλώσεων Λεωνίδας Ζώρας: Εκατό χρόνια από τη γέννησή του, Αρχείο Λεωνίδα Ζώρα, Αθήνα 2005.
[5] Αριθμός Καταλόγου χειρογράφων 70.Α.α[Ο26.1] (βλ. Πηγές).
[6] Αρχείο Λεωνίδα Ζώρα, Πρόγραμμα [ΠΣ2].
[7] Παντελής Βουτουρής, «Λογοτεχνικές αναζητήσεις» στο Χρ. Χατζηιωσήφ (επιμ.), Ιστορία της Ελλάδος του 20ού αιώνα: Οι απαρχές 1900-1922, Α΄τόμος, Μέρος 2ο, Βιβλιόραμα, Αθήνα 1999, σ. 300.
[8] Νηπενθή, Η σκιά των ωρών, Στροφές αρ. 10. Ο τίτλος του τραγουδιού αντλήθηκε από τον πρώτο στίχο του ποιήματος.
[9] Το τελευταίο απαντά στο χειρόγραφο του 1934.
[10] Η σημείωση «Στη σκιά του ποιητή / Αφιέρωμα» στη δεύτερη σελίδα τίτλου της έκδοσης αποκαλύπτει τη συναισθηματική αφόρμηση του έργου. Ο κύκλος περιλαμβάνει τα τραγούδια «Λεύκες», «Απ΄όλα θέλω ελεύτερος», «Ένα σπιτάκι απόμερο», «Είκοσι χρόνια παίζοντας», «Μπρούτζινος γύφτος».
[11] Στη μελέτη του «Καρυωτακισμός: ένα φαινόμενο μέσα κι έξω από τη λογοτεχνία» στο Καρυωτάκης και Καρυωτακισμός (Στεφανοπούλου Μαρία [επιμ.], Εταιρεία Σπουδών Νεοελληνικού Πολιτισμού και Γενικής Παιδείας, Ιδρυτής: Σχολή Μωραΐτη, 1998), ο Αλέξανδρος Αργυρίου συνοψίζει τις στάσεις της κριτικής μέχρι και την έκδοση των Απάντων του Καρυωτάκη (1938), συγκρίνοντας τις απόψεις έξι έγκυρων κριτικών (των Α. Καραντώνη, Τ. Άγρα, Β. Βαρίκα, Κ. Θ. Δημαρά, Τ. Μαλάνου και Γ. Σεφέρη). Στα συμπεράσματά του αναφέρει μεταξύ άλλων ότι, αν και όλοι οι μελετητές είναι πεπεισμένοι πως «ο Καρυωτάκης εξέφραζε ένα πνεύμα –προσωπικό ή αντιπροσωπευτικό, αδιάφορο– με τρόπο ‘μοναδικό’ […], ικανό να μεταδοθεί στον αναγνώστη του», εντούτοις δεν συμφωνούν στο κατά πόσον αυτό εκφράστηκε σε ποιητική γλώσσα (σ. 152).
[12] Και από λογοτεχνικής πλευράς επίσης, μετά την έκδοση των Απάντων το 1938, ο Καρυωτάκης παραμένει εκδοτικά απών, αναμένοντας την αναζωπύρωση του ενδιαφέροντος για το έργο του που θα προκαλέσει η φιλολογική έκδοση των Απάντων του από τον Γιώργο Σαββίδη (1965, 1966) και η διατριβή του Κώστα Στεργιόπουλου Οι επιδράσεις στο έργο του Καρυωτάκη (εκδ. Σοκόλης, 1972).
[13] Τη χρονιά σύνθεσης των Ακαριαίων (1950) ο Κουνάδης ολοκληρώνει τον κύκλο Σχέδια για ένα καλοκαίρι σε ποίηση Σεφέρη.
[14] Αναλυτικότερα στοιχεία για τις συγγένειες αυτές στο σύγγραμμα: Sofia Kontossi, Aspecte ale Liedului în creația compozitorilor greci din prima jumătate a secolului XX [Το τραγούδι για φωνή και πιάνο στην ελληνική μουσική δημιουργία κατά το α΄ μισό του 20ού αιώνα], Artes, Iași 2011 (σσ. 229-254).
[15] Κώστας Στεργιόπουλος, «Η διατάραξη του παραδοσιακού στίχου στην ποίηση του Καρυωτάκη», Ποίηση, τχ. 3, Άνοιξη 1994
[16] Τα τραγούδια περιγράφονται με τη χρονολογική σειρά σύνθεσής τους και όχι με τη σειρά που εμφανίζονται στον κύκλο.
40,00€