Μητρόπουλος, Δημήτρης

   Ο Δημήτρης Μητρόπουλος γεννήθηκε στις 18 Φεβρουαρίου 1896 στην Αθήνα. Έχοντας, αρχικά, λάβει ιδιωτικά μαθήματα πιάνου, γράφτηκε στο Ωδείο Αθηνών το 1910, με κύριους δασκάλους τον βέλγο βιολονίστα, συνθέτη και μαέστρο Armand Marsick (αρμονία, αντίστιξη) και τον γερμανό πιανίστα και παιδαγωγό Ludwig Wassenhoven. Στις 22 Μαρτίου 1913 πραγματοποιεί την πρώτη του εμφάνιση, ως πιανίστας και συνθέτης, σε ιδιωτική συναυλία μουσικής δωματίου μαζί με τον Marsick (παρουσιάζοντας το Unmorceau de concertγια βιολί και πιάνο), ενώ στις 29 Απριλίου 1915 διευθύνει τη Συμφωνική Ορχήστρα του Ωδείου Αθηνών στη σύνθεσή του Ταφή. Το 1919 ολοκληρώνει τις διπλωματικές του εξετάσεις στο πιάνο με “Άριστα Παμψηφεί” και τη διάκριση “Χρυσούν Μετάλλιον Ανδρέα και Ιφιγενείας Συγγρού”. Παράλληλα αποφασίζεται από το Διοικητικό Συμβούλιο του Ωδείου να λάβει υποτροφία για σπουδές στο εξωτερικό.
   Η συνθετική παραγωγή του Μητρόπουλου, μεταξύ 1910-1920, φανερώνει ένα εν γένει κοσμοπολίτικο μουσικό ύφος με στοιχεία όψιμου ρομαντισμού, ιμπρεσιονισμού, νεοτροπικότητας, επιλεκτικού φολκλορισμού και προγραμματικών αναφορών. Η περίοδος αυτή ολοκληρώνεται με δύο έργα μεγάλης κλίμακας: την τρίπρακτη όπερα Αδελφή Βεατρίκη (Sœur Béatriceσε κείμενο του Μ. Maeterlinck, Αθήνα, 13 Μαΐου 1920) και την, γιγαντιαίων διαστάσεων, Ελληνική Σονάτα (Eine griechische Sonate, Βρυξέλλες 15 Οκτωβρίου 1920). Έπειτα από ένα σύντομο διάστημα παραμονής στη βελγική πρωτεύουσα, ο Μητρόπουλος αναζητά νέα πνευματικά και μουσικά ερεθίσματα στο Βερολίνο, όπου αρχικά προσεγγίζει τον κύκλο του Ferrucio Busoni. Η συνθετική σιωπή της περιόδου 1920-24 αντισταθμίζεται από τις πλούσιες εμπειρίες που αποκομίζει, κυρίως υπηρετώντας ως μουσικός προγυμναστής και συνοδός στην Κρατική Όπερα του Βερολίνου, υπό την καθοδήγηση του Erich Kleiber (1922-24).
   Επιστρέφοντας στην Αθήνα το καλοκαίρι του 1924, ο Μητρόπουλος αναλαμβάνει την Συμφωνική Ορχήστρα του Ελληνικού Ωδείου και, από το 1925, τη διεύθυνση της Ορχήστρας του «Συλλόγου Συναυλιών» (σύνολο που προέκυψε από τη συγχώνευση των μαθητικών ορχηστρών του Ωδείου Αθηνών και του Ελληνικού Ωδείου). Από το 1927 ως το 1939 διευθύνει τη Συμφωνική Ορχήστρα του Ωδείου Αθηνών, αναδιαμορφώνοντας πλήρως την αθηναϊκή συμφωνική μουσική ζωή. Παράλληλα, η συνθετική του δημιουργία κινείται προς νέες κατευθύνσεις: με τα έργα PassacagliaIntermezzo e Fuga για πιάνο (1924), 14 Invenzioni για φωνή και πιάνο, επάνω σε ποιήματα του Κ. Π. Καβάφη, και Ostinata in tre parti για βιολί και πιάνο (1926-27), ο Μητρόπουλος πραγματοποιεί την εισαγωγή του μουσικού μοντερνισμού στην Ελλάδα, στo πλαίσιo της ατονικότητας και του δωδεκαφθογγισμού. Η σημασία αυτής της κίνησης, για μια χώρα της ευρωπαϊκής περιφέρειας, είναι τεράστια, αν αναλογιστεί κανείς ότι στην Ιταλία, για παράδειγμα, η εισαγωγή της δωδεκαφωνίας πραγματοποιείται από τον Luigi Dallapiccola, όχι νωρίτερα από το 1935-36. Η πρόσκαιρη υιοθέτηση μιας νεοκλασικότερης ταυτότητας, με πολυρυθμικές, νεοτονικές και έμμεσες φολκλορικές νύξεις, αποκρυσταλλώνεται στο Concerto Grosso του 1928. Υπαγόμενος ουσιαστικά έξω από το πνεύμα και την ιδεολογία της Ελληνικής Εθνικής Σχολής, ήδη από τη δεκαετία του 1910, ο Μητρόπουλος σταδιακά απομονώνεται και από τον κύκλο των συναδέλφων του συνθετών. Το γεγονός αυτό σε συνδυασμό με την αφοσίωσή του στη διεύθυνση ορχήστρας, όπου η δυνατότητα μια διεθνούς καριέρας διαφαίνεται ολοένα και πιο πιθανή, τον ωθούν στο να εγκαταλείψει τη σύνθεση. Τελευταία δείγματα αποτελούν οι μουσικές επενδύσεις για τις τραγωδίες Ηλέκτρα του Σοφοκλή (1936) και Ιππόλυτος του Ευριπίδη (1937).
   Το άλμα του Δημήτρη Μητρόπουλου προς τη διεθνή αναγνώριση έρχεται στις 27 Φεβρουαρίου 1930. Εμφανίζεται με τη Φιλαρμονική Ορχήστρα του Βερολίνου, με την τριπλή ιδιότητα του μαέστρου, πιανίστα (ερμηνεύοντας το 3ο κοντσέρτο για πιάνο και ορχήστρα του S. Prokofiev) και συνθέτη (διευθύνοντας το δικό του Concerto Grosso). Πολύ σύντομα ακολουθεί μια σειρά διεθνών μετακλήσεων σε μεγάλα μουσικά κέντρα του εξωτερικού: Παρίσι, Ρώμη, Μιλάνο, Μόντε Κάρλο, Βαρσοβία, Μόσχα, Λένινγκραντ, Βοστώνη. Από την καλλιτεχνική περίοδο 1937-38 αναλαμβάνει τη Συμφωνική Ορχήστρα της Μινεάπολης, αναβαθμίζοντάς την σε ένα από τα σπουδαιότερα αμερικάνικα ορχηστρικά σύνολα. Τη σεζόν 1940-41 έρχεται η πρώτη εμφάνισή του ως προσκεκλημένου μαέστρου σε 14 συναυλίες της Φιλαρμονικής Ορχήστρας της Νέας Υόρκης, με μεγάλη επιτυχία. Το 1941 διευθύνει για πρώτη φορά τη Συμφωνική Ορχήστρα του Ν.B.C., ύστερα από πρόσκληση του Arturo Toscanini, και το 1942 τη Συμφωνική Ορχήστρα του Σικάγο. Μεταξύ 1944-1948 διατελεί καλλιτεχνικός διευθυντής του μουσικού οργανισμού Robin Hood Dell στη Φιλαδέλφεια. Από τη σεζόν 1949-50 προσλαμβάνεται στη θέση του συνδιευθυντή (μαζί με τον Leopold Stokowski) της Φιλαρμονικής Ορχήστρας της Νέας Υόρκης.
   Το 1950 ο Μητρόπουλος επιστρέφει στην Ευρώπη. Εμφανίζεται στο 13ο Φεστιβάλ “Μουσικός Μάιος της Φλωρεντίας” διευθύνοντας την Ηλέκτρα του R. Strauss. Το 1951 διευθύνει τη Φιλαρμονική της Νέας Υόρκης στο Φεστιβάλ του Εδιμβούργου, ενώ την ίδια χρονιά εκλέγεται και καλλιτεχνικός διευθυντής της. Το 1952 διευθύνει την ιταλική πρεμιέρα του Wozzeck του Alban Berg στο ναό του bel canto, τη Σκάλα του Μιλάνου. Τη σεζόν 1952-53 μειώνει τις εμφανίσεις του αναρρώνοντας από ένα σοβαρό καρδιακό επεισόδιο. Το φθινόπωρο του 1955 η Φιλαρμονική της Νέας Υόρκης περιοδεύει στην Ευρώπη. Στις 1 και 2 Οκτωβρίου ο Μητρόπουλος διευθύνει ξανά στην Ελλάδα, στο Ηρώδειο, ύστερα από απουσία δεκαέξι ετών και μέσα σε κλίμα μεγάλης συγκίνησης.
   Το 1956 οι έκτακτες εμφανίσεις του Μητρόπουλου στην Ευρώπη συνεχίζονται (Teatro alla Scala, Φεστιβάλ του Salzburg, Κολωνία, Κρατική Οπερα της Βιέννης). Από το 1957 η Φιλαρμονική της Νέας Υόρκης επανέρχεται στο σύστημα των συνδιευθυντών, με τους Μητρόπουλο και Leonard Bernstein. Την επόμενη χρονιά ο Μητρόπουλος παραιτείται και συνεχίζει την καριέρα του πλέον ως προσκεκλημένος μαέστρος με συνεχείς μετακλήσεις στις σημαντικότερες ορχήστρες, όπερες και φεστιβάλ σε Ευρώπη και Αμερική. Το 1959 παθαίνει τη δεύτερη καρδιακή προσβολή. Ωστόσο, τον Ιανουάριο του 1960 διευθύνει τις τέσσερις πρώτες συναυλίες του «Φεστιβάλ Mahler» με τη Φιλαρμονική της Νέας Υόρκης, ενώ ακολουθούν παραστάσεις στη Metropolitan Opera, στο Φεστιβάλ Salzburg (με τις Φιλαρμονικές Ορχήστρες Βερολίνου και Βιέννης) και στην Κρατική Οπερα της Βιέννης. Εμφανίζεται για τελευταία φορά μπροστά σε κοινό στις 31 Οκτωβρίου, με τη Συμφωνική Ορχήστρα της Ραδιοφωνίας της Κολωνίας.
   Στις 2 Νοεμβρίου 1960, ο Μητρόπουλος παθαίνει την τρίτη, και μοιραία, καρδιακή προσβολή και πεθαίνει επάνω στο πόντιουμ, στη διάρκεια δοκιμής της 3ης Συμφωνίας του Mahler με την ορχήστρα του θεάτρου της Σκάλας του Μιλάνου. Παρακαταθήκη του, το μικρό σε έκταση, αλλά εξαιρετικά σημαντικό για τη νεοελληνική μουσική, συνθετικό του έργο, οι ηχογραφήσεις του, τα αρχειακά τεκμήρια που σώθηκαν χάρη στην επιμονή της στενής φίλης του Καίτης Κατσογιάννη και, περισσότερο απ΄ όλα, ο ουμανισμός μιας μεγάλης μουσικής προσωπικότητας, πρότυπο και δίδαγμα για τις νεότερες γενιές. 


Γιώργος Σακαλλιέρος
Μουσικολόγος
Επίκουρος καθηγητής Τμήματος Μουσικών Σπουδών Α.Π.Θ.

ΔΕΙΤΕ ΤΑ ΕΡΓΑ ΤΟΥ


ΕΣΠΑ